Anonymous

ἀνυποδητέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνυποδητέω''': εἶμαι [[ἀνυπόδητος]], «’ξυπόλυτος», Ἀριστ. Ἀποσπ. 64, Λουκ. Κυν. 1.
|lstext='''ἀνυποδητέω''': εἶμαι [[ἀνυπόδητος]], «’ξυπόλυτος», Ἀριστ. Ἀποσπ. 64, Λουκ. Κυν. 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aller pieds nus.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνυπόδητος]].
}}
}}