Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀφαμαρτάνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφᾰμαρτάνω''': μέλλ. -αμαρτήσομαι· Ἐπ. ἀόρ. ἀπήμβροτεν Ἰλ. Ο. 521, Π. 466, 467· [[ἀποτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ, [[μετὰ]] γεν. καί τοῦ μέν ῥ’ ἀφάμαρτεν Ἰλ. Θ. 119, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, Ἀντιφῶν 121. 39, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 15. ΙΙ. ἀποστεροῦμαί τινος, σεῦ ἀφαμαρτούσῃ Ἰλ. Ζ. 411, πρβλ. Χ. 505.
|lstext='''ἀφᾰμαρτάνω''': μέλλ. -αμαρτήσομαι· Ἐπ. ἀόρ. ἀπήμβροτεν Ἰλ. Ο. 521, Π. 466, 467· [[ἀποτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ, [[μετὰ]] γεν. καί τοῦ μέν ῥ’ ἀφάμαρτεν Ἰλ. Θ. 119, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, Ἀντιφῶν 121. 39, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 15. ΙΙ. ἀποστεροῦμαί τινος, σεῦ ἀφαμαρτούσῃ Ἰλ. Ζ. 411, πρβλ. Χ. 505.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> ἀφήμαρτον;<br /><b>1</b> manquer le but ; avec un gén. : ne pas atteindre, manquer (qqn <i>ou</i> qch);<br /><b>2</b> être privé de, perdre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἁμαρτάνω]].
}}
}}