Anonymous

κελεύω: Difference between revisions

From LSJ
1,807 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κελεύω''': Ἐπ. παρατ. κέλευον Ἰλ. Ψ. 767· μέλλ. -σω, Ἐπ. ἀπαρ. -σέμεναι Ὀδ. Δ. 274· ἀόρ. ἐκέλευσα, Ἐπ. κέλ-, Ἰλ. Υ. 4· πρκμ. κεκέλευκα, Λυσ. 95. 6, Λουκ. Δημών. Β. 44·- Μέσ., ἀόρ. ἐκελευσάμην Ἱππ. 1. 386, ἀλλὰ συχνότερον ἐν τοῖς συνθέτοις, δια-, ἐπι-, παρακελεύομαι.- Παθ., μέλλ. -ευσθήσομαι Δίων Κ. 68. 9· ἀόρ. ἐκελεύσθην Ἡρόδ., Ἀττ.· πρκμ. κεκέλευσμαι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 14, Λουκ. Θυσ. 11· (οἱ τύποι ἐκελεύθην, κεκέλευμαι εἶνε ἀμφίβ., ἴδε Veitch Ἀνώμ. Ρήμ., ἐν λ.). (Ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[κέλομαι]], [[ἴσως]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ [[καλέω]]. ἂν καὶ ὁ Κούρτ. ἔχει ἀμφιβολίας). Κυρίως, κινῶ εἰς τὰ ἐμπρός, παρακινῶ, ὠθῶ εἰς τὰ ἐμπρός, Λατ. incito (ἴδε κατωτ. Ι. 3), παρακινῶ, [[παροτρύνω]], [[παραγγέλλω]], διατάττω, [[συχν]]. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]]· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ [[συχνάκις]] καὶ ἐπὶ φιλικῆς προτροπῆς·- σπανιώτερον ἐκ μέρους κατωτέρου ἀνθρώπου, παρακαλῶ, δέομαι, [[ἱκετεύω]], Ἰλ. Ω. 599, Ὀδ. Κ. 17, 345, Ἡρόδ. 1. 116· (οὕτω [[κέλομαι]] Ὀδ. Λ. 71)·- ἰδίως δίδω διὰ τῆς φωνῆς τὸν ῥυθμὸν εἰς τοὺς κωπηλάτας, Ἀθήν. 535D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 24· (πρβλ. [[κελευστής]]).- Συντάσσεται. 1) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., παργγέλλω τινὰ νὰ πράξῃ τι, σ’ ἔγωγε… [[κελεύω]] ἐς πληθὺν ἰέναι Ἰλ. Ρ. 30, πρβλ. Β. 11. καὶ 28, Λ. 781., Ξ. 62, Ἡρόδ. 1. 8, 24, καὶ Ἀττ.· ἐκέλευσε δραμόντα τὸν παῖδα περιμεῖναί ἑ κελεῦσαι, προσέταξε,τὸν ὑπηρέτην νὰ παραγγείλῃ εἰς ἡμᾶς νὰ τὸν περιμείνωμεν, Πλάτ. Πολ. 327Β· ἐν Ἀντιφῶντι 126, 21, τὸν ἐπιβουλεύσαντα κελεύει φονέα [[εἶναι]], δηλ. παραγγέλλει νὰ θεωρῆται ὡς [[φονεύς]]·- ἀλλὰ τὸ ἀπαρ. [[πολλάκις]] παραλείπεται, πρβλ. Θουκ. 1. 143· συχνὸν παρὰ τοῖς ῥήτορσι, καὶ τροφὴν [[ταύτῃ]] πορίσαι [[κελεύω]] Δημ. σ. 45. 17· καὶ πολίτας τοὺς στρατευομένους [[εἶναι]] [[κελεύω]] 46. 10, 472. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., τί με [[ταῦτα]] κελεύεις (δηλ. ποιεῖν) Ἰλ. Υ. 87, πρβλ. Δ. 286· τά με θυμὸς… κελεύει (δηλ. εἰπεῖν) Η. 68, κτλ.· καὶ [[ἐνίοτε]] τὸ ἀπαρ. συνάπτεται [[χάριν]] ἐπεξηγήσεως, τί με [[ταῦτα]] κελεύεις… μάχεσθαι; Υ. 87. 3) [[ὡσαύτως]], μόνον μετ’ αἰτ. προσ., εἰ μὴ [[θυμός]] με κελεύει (δηλ. φείδεσθαι) Ὀδ. Ι. 278· ὥς με κελεύεις (δηλ. μυθεῖσθαι) Λ. 507· καὶ ἐπὶ ἵππων, ἐφέπων μάστιγι κέλευε καρπαλίμως κατὰ ἄστυ, τοὺς ἐβίαζε νὰ τρέχωσι…, Ἰλ. Ω. 326·- παρὰ πεζοῖς, ἐκέλευσε τοὺς [[ἕνδεκα]] ἐπὶ τὸν Θηραμένην, διέταξεν αὐτοὺς νὰ ὑπάγωσι πρὸς τὸν Θηραμ., νὰ συλλάβωσιν αὐτόν, Ξεν. Ἑλ. 2. 3, 54· οὕτω, κ. τινὰς ἐπὶ τὰ ὅπλα [[αὐτόθι]] 20.- Παθ., διατάττομαι, [[λαμβάνω]] διαταγήν, Ἀριστ. Πολ. 1. 4, 3. 4) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, ὃ μὴ κελεύσαι [[Ζεὺς]] ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ τοῦ -σει) Αἰσχύλ. Εὐμ. 618· κ. τι [[παρά]] τινος, ἀπαιτῶ, Δημ. 48. 14· ἀντίθ. τῷ ἀπαγορεύω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 14.- Παθ. τὸ κελευόμενον, τὰ κελευόμενα, ποιεῖν ἢ πράττειν, παραγγελίαι, διαταγαί, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3, Πλάτ. Πολ. 340Α. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. προσ. ἑπομ. ἀπαρ., διατάττω τινὰ νὰ πράξῃ τι, κηρύκεσσι… κέλευσεν κηρύσσειν… Ἰλ. Β. 50, Ὀδ. Β. 6, κτλ.· ἀλλήλοισι κέλευον ἅπτεσθαι [[νηῶν]]…, Ἰλ. Β. 151· πρβλ. Ἰλ. Λ. 780, [[ἔνθα]] ὁ Εὐστάθ. παρατηρεῖ, ὅτι ἡ [[λέξις]] κελεύων δὲν εἶνε δεσποτική, [[διότι]] ὁ [[Νέστωρ]], κελεύων τῷ Ἀχιλλεῖ καὶ Πατρόκλῳ ἐς μάχην ἕπεσθαι, δὲν εἶνε ἄρχων ἢ [[δεσπότης]] αὐτῶν, ἀλλὰ [[μᾶλλον]] τὸ κελεύων [[ἐνταῦθα]] ἰσοδυναμεῖ τῷ ἀξιῶν, ἐφ’ ἧς σημασίας [[μετὰ]] [[ταῦτα]] μετεχειρίζετο καὶ τὸ [[σημαίνω]]· ὁ ποιητὴς συνάπτει καὶ [[μετὰ]] τοῦ ἐπιτέλλομαι Ἰλ. Τ. 192, σοὶ δ’ αὐτῷ τόδ’ ἐγὼν ἐπιτέλλομαι καὶ [[κελεύω]]·- ἑτάροισι… ἐκέλευσα ἐμβαλέειν Ὀδ. Ι. 488· οὕτω παρ’ Ἀττ., Θουκ. 8. 38, κτλ. ΙΙΙ. ἀπολ., ἰδίως ἐν τῇ Ὁμηρ. φράσει, ὡς σὺ κελεύεις·- οὕτω, πολλὰ κελεύων Ἡρόδ. 6. 36. IV. [[μετὰ]] μόνης ἀπαρ., παραλειπομένης τῆς αἰτ. προσ., σιγᾶν [[κελεύω]], διατάττω, [[ἐπιβάλλω]] σιωπήν, Σοφ. Φιλ. 865· οὐδ’ ἂν κελεύσαιμ’ εὐσεβεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 731· συνιστῶ, Λατ. censere, Δημ. 45. 47., 46. 11, κτλ.· ἀντίθ. τῷ οὐκ ἐάω, Ξεν. Ἀθην. 2. 18· κ. μὴ ποιεῖν Ἀττ. κτλ.
|lstext='''κελεύω''': Ἐπ. παρατ. κέλευον Ἰλ. Ψ. 767· μέλλ. -σω, Ἐπ. ἀπαρ. -σέμεναι Ὀδ. Δ. 274· ἀόρ. ἐκέλευσα, Ἐπ. κέλ-, Ἰλ. Υ. 4· πρκμ. κεκέλευκα, Λυσ. 95. 6, Λουκ. Δημών. Β. 44·- Μέσ., ἀόρ. ἐκελευσάμην Ἱππ. 1. 386, ἀλλὰ συχνότερον ἐν τοῖς συνθέτοις, δια-, ἐπι-, παρακελεύομαι.- Παθ., μέλλ. -ευσθήσομαι Δίων Κ. 68. 9· ἀόρ. ἐκελεύσθην Ἡρόδ., Ἀττ.· πρκμ. κεκέλευσμαι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 14, Λουκ. Θυσ. 11· (οἱ τύποι ἐκελεύθην, κεκέλευμαι εἶνε ἀμφίβ., ἴδε Veitch Ἀνώμ. Ρήμ., ἐν λ.). (Ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[κέλομαι]], [[ἴσως]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ [[καλέω]]. ἂν καὶ ὁ Κούρτ. ἔχει ἀμφιβολίας). Κυρίως, κινῶ εἰς τὰ ἐμπρός, παρακινῶ, ὠθῶ εἰς τὰ ἐμπρός, Λατ. incito (ἴδε κατωτ. Ι. 3), παρακινῶ, [[παροτρύνω]], [[παραγγέλλω]], διατάττω, [[συχν]]. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]]· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ [[συχνάκις]] καὶ ἐπὶ φιλικῆς προτροπῆς·- σπανιώτερον ἐκ μέρους κατωτέρου ἀνθρώπου, παρακαλῶ, δέομαι, [[ἱκετεύω]], Ἰλ. Ω. 599, Ὀδ. Κ. 17, 345, Ἡρόδ. 1. 116· (οὕτω [[κέλομαι]] Ὀδ. Λ. 71)·- ἰδίως δίδω διὰ τῆς φωνῆς τὸν ῥυθμὸν εἰς τοὺς κωπηλάτας, Ἀθήν. 535D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 24· (πρβλ. [[κελευστής]]).- Συντάσσεται. 1) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., παργγέλλω τινὰ νὰ πράξῃ τι, σ’ ἔγωγε… [[κελεύω]] ἐς πληθὺν ἰέναι Ἰλ. Ρ. 30, πρβλ. Β. 11. καὶ 28, Λ. 781., Ξ. 62, Ἡρόδ. 1. 8, 24, καὶ Ἀττ.· ἐκέλευσε δραμόντα τὸν παῖδα περιμεῖναί ἑ κελεῦσαι, προσέταξε,τὸν ὑπηρέτην νὰ παραγγείλῃ εἰς ἡμᾶς νὰ τὸν περιμείνωμεν, Πλάτ. Πολ. 327Β· ἐν Ἀντιφῶντι 126, 21, τὸν ἐπιβουλεύσαντα κελεύει φονέα [[εἶναι]], δηλ. παραγγέλλει νὰ θεωρῆται ὡς [[φονεύς]]·- ἀλλὰ τὸ ἀπαρ. [[πολλάκις]] παραλείπεται, πρβλ. Θουκ. 1. 143· συχνὸν παρὰ τοῖς ῥήτορσι, καὶ τροφὴν [[ταύτῃ]] πορίσαι [[κελεύω]] Δημ. σ. 45. 17· καὶ πολίτας τοὺς στρατευομένους [[εἶναι]] [[κελεύω]] 46. 10, 472. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., τί με [[ταῦτα]] κελεύεις (δηλ. ποιεῖν) Ἰλ. Υ. 87, πρβλ. Δ. 286· τά με θυμὸς… κελεύει (δηλ. εἰπεῖν) Η. 68, κτλ.· καὶ [[ἐνίοτε]] τὸ ἀπαρ. συνάπτεται [[χάριν]] ἐπεξηγήσεως, τί με [[ταῦτα]] κελεύεις… μάχεσθαι; Υ. 87. 3) [[ὡσαύτως]], μόνον μετ’ αἰτ. προσ., εἰ μὴ [[θυμός]] με κελεύει (δηλ. φείδεσθαι) Ὀδ. Ι. 278· ὥς με κελεύεις (δηλ. μυθεῖσθαι) Λ. 507· καὶ ἐπὶ ἵππων, ἐφέπων μάστιγι κέλευε καρπαλίμως κατὰ ἄστυ, τοὺς ἐβίαζε νὰ τρέχωσι…, Ἰλ. Ω. 326·- παρὰ πεζοῖς, ἐκέλευσε τοὺς [[ἕνδεκα]] ἐπὶ τὸν Θηραμένην, διέταξεν αὐτοὺς νὰ ὑπάγωσι πρὸς τὸν Θηραμ., νὰ συλλάβωσιν αὐτόν, Ξεν. Ἑλ. 2. 3, 54· οὕτω, κ. τινὰς ἐπὶ τὰ ὅπλα [[αὐτόθι]] 20.- Παθ., διατάττομαι, [[λαμβάνω]] διαταγήν, Ἀριστ. Πολ. 1. 4, 3. 4) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, ὃ μὴ κελεύσαι [[Ζεὺς]] ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ τοῦ -σει) Αἰσχύλ. Εὐμ. 618· κ. τι [[παρά]] τινος, ἀπαιτῶ, Δημ. 48. 14· ἀντίθ. τῷ ἀπαγορεύω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 14.- Παθ. τὸ κελευόμενον, τὰ κελευόμενα, ποιεῖν ἢ πράττειν, παραγγελίαι, διαταγαί, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3, Πλάτ. Πολ. 340Α. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. προσ. ἑπομ. ἀπαρ., διατάττω τινὰ νὰ πράξῃ τι, κηρύκεσσι… κέλευσεν κηρύσσειν… Ἰλ. Β. 50, Ὀδ. Β. 6, κτλ.· ἀλλήλοισι κέλευον ἅπτεσθαι [[νηῶν]]…, Ἰλ. Β. 151· πρβλ. Ἰλ. Λ. 780, [[ἔνθα]] ὁ Εὐστάθ. παρατηρεῖ, ὅτι ἡ [[λέξις]] κελεύων δὲν εἶνε δεσποτική, [[διότι]] ὁ [[Νέστωρ]], κελεύων τῷ Ἀχιλλεῖ καὶ Πατρόκλῳ ἐς μάχην ἕπεσθαι, δὲν εἶνε ἄρχων ἢ [[δεσπότης]] αὐτῶν, ἀλλὰ [[μᾶλλον]] τὸ κελεύων [[ἐνταῦθα]] ἰσοδυναμεῖ τῷ ἀξιῶν, ἐφ’ ἧς σημασίας [[μετὰ]] [[ταῦτα]] μετεχειρίζετο καὶ τὸ [[σημαίνω]]· ὁ ποιητὴς συνάπτει καὶ [[μετὰ]] τοῦ ἐπιτέλλομαι Ἰλ. Τ. 192, σοὶ δ’ αὐτῷ τόδ’ ἐγὼν ἐπιτέλλομαι καὶ [[κελεύω]]·- ἑτάροισι… ἐκέλευσα ἐμβαλέειν Ὀδ. Ι. 488· οὕτω παρ’ Ἀττ., Θουκ. 8. 38, κτλ. ΙΙΙ. ἀπολ., ἰδίως ἐν τῇ Ὁμηρ. φράσει, ὡς σὺ κελεύεις·- οὕτω, πολλὰ κελεύων Ἡρόδ. 6. 36. IV. [[μετὰ]] μόνης ἀπαρ., παραλειπομένης τῆς αἰτ. προσ., σιγᾶν [[κελεύω]], διατάττω, [[ἐπιβάλλω]] σιωπήν, Σοφ. Φιλ. 865· οὐδ’ ἂν κελεύσαιμ’ εὐσεβεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 731· συνιστῶ, Λατ. censere, Δημ. 45. 47., 46. 11, κτλ.· ἀντίθ. τῷ οὐκ ἐάω, Ξεν. Ἀθην. 2. 18· κ. μὴ ποιεῖν Ἀττ. κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐκέλευσα, <i>pf.</i> κεκέλευκα : <i>Pass. f. réc.</i> κελευσθήσομαι, <i>ao.</i> ἐκελεύσθην pf. κεκέλευσμαι;<br /><b>I.</b> mettre en mouvement, pousser, exciter : ἵππους μάστιγι IL presser des chevaux avec le fouet;<br /><b>II.</b> presser par la parole :<br /><b>1</b> exciter, exhorter vivement, τινι : ἀλλήλοισι IL s’encourager mutuellement;<br /><b>2</b> ordonner, commander, <i>ou simpl.</i> exhorter : αμφιπόλοισί [[τι]] IL commander qch à des serviteurs ; τινι ποιεῖν IL, OD ordonner à qqn de faire qch ; κ. τινὰ [[ἰέναι]] IL ordonner à qqn d’aller ; [[τί]] με [[ταῦτα]] κελεύεις ; IL pourquoi m’ordonnes-tu cela ? [[τά]] με θυμὸς κελεύει IL ce que mon cœur me conseille (de dire) ; κ. τοὺς [[ἕνδεκα]] [[ἐπί]] τινα XÉN ordonner aux Onze de se saisir de qqn ; [[εἰ]] μὴ [[θυμός]] με κελεύει OD à moins que mon cœur ne me conseille (de m’abstenir) ; [[ὥς]] με κελεύεις OD comme tu m’ordonnes (de parler) ; avec un inf. : σιγᾶν κ. SOPH ordonner de se taire ; <i>abs.</i> [[εἰ]] σὺ κελεύεις OD si tu l’ordonnes, si tu le désires;<br /><b>3</b> demander, exprimer un souhait, un désir : κ. τινος avec l’inf. THC demander instamment à qqn de, <i>etc.</i><br /><b>4</b> <i>Pass.</i> recevoir un ordre : ὑπὸ [[τοῦ]] θεοῦ XÉN de la divinité ; κελεύεσθαι avec un inf., recevoir l’ordre de ; τὸ κελευόμενον XÉN l’ordre donné;<br /><b>5</b> permettre, concéder.<br />'''Étymologie:''' R. Κελ, pousser, presser ; cf. [[κέλλω]], [[κέλομαι]].
}}
}}