3,270,609
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κονιορτός''': ὁ, ([[κόνις]], [[ὄρνυμι]]) [[κόνις]] ἐγειρομένη ἢ ταρασσομένη, [[νέφος]] κόνεως, ὡς [[ὅταν]] προχωρῇ ἢ φεύγῃ [[στρατός]], κοιν. «κορνιαχτός», Ἡρόδ. 8. 65· ὁ κ. δῆλος αὐτῶν ὡς [[ὁμοῦ]] προσκειμένων Ἀριστοφ. Ἱππ. 245, πρβλ. Θουκ. 4. 44· κ. τῆς ὕλης νεωστὶ κεκαυμένης, δηλ. [[νέφος]] τέφρας ἐκ ξύλων, Θουκ. 4. 34· ἐν χειμῶνι κονιορτοῦ Πλάτ. Πολ. 496D. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ ἀκαθάρτου ἀνθρώπου. χαίρει τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν; κονιορτὸς ἀναπέφηνεν Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 6, πρβλ. Ἀριστοφῶντα ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 8· Εὐκτήμων ὁ κ. Δημ. 547 ἐν τέλ. | |lstext='''κονιορτός''': ὁ, ([[κόνις]], [[ὄρνυμι]]) [[κόνις]] ἐγειρομένη ἢ ταρασσομένη, [[νέφος]] κόνεως, ὡς [[ὅταν]] προχωρῇ ἢ φεύγῃ [[στρατός]], κοιν. «κορνιαχτός», Ἡρόδ. 8. 65· ὁ κ. δῆλος αὐτῶν ὡς [[ὁμοῦ]] προσκειμένων Ἀριστοφ. Ἱππ. 245, πρβλ. Θουκ. 4. 44· κ. τῆς ὕλης νεωστὶ κεκαυμένης, δηλ. [[νέφος]] τέφρας ἐκ ξύλων, Θουκ. 4. 34· ἐν χειμῶνι κονιορτοῦ Πλάτ. Πολ. 496D. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ ἀκαθάρτου ἀνθρώπου. χαίρει τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν; κονιορτὸς ἀναπέφηνεν Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 6, πρβλ. Ἀριστοφῶντα ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 8· Εὐκτήμων ὁ κ. Δημ. 547 ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />poussière qui s’élève de terre ; <i>p. anal.</i> cendre qui vole.<br />'''Étymologie:''' [[κόνις]], [[ὄρνυμι]]. | |||
}} | }} |