Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκτολυπεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτολῠπεύω''': τελειώνω τολύπην μαλλίου, μεταφ., ἐκτελῶ, [[φέρω]] ἐντελῶς εἰς [[πέρας]], χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσειν Ἡσ. Ἀσπ. 44· οὐδὲν... καίριον ἐκτολυπεύσειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1032.
|lstext='''ἐκτολῠπεύω''': τελειώνω τολύπην μαλλίου, μεταφ., ἐκτελῶ, [[φέρω]] ἐντελῶς εἰς [[πέρας]], χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσειν Ἡσ. Ἀσπ. 44· οὐδὲν... καίριον ἐκτολυπεύσειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1032.
}}
{{bailly
|btext=dévider jusqu’au bout ; accomplir (une épreuve), acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τολυπεύω]].
}}
}}