Anonymous

ὑβριστέος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑβριστέος''': -α, -ον, ὃν δύναταί τις ὑβρίζειν, Δημ. 1271, 6. ΙΙ. ὑβριστέον, δεῖ ὑβρίζειν, Γρηγ. Ναζ. Ἴαμβ. 20. 27.
|lstext='''ὑβριστέος''': -α, -ον, ὃν δύναταί τις ὑβρίζειν, Δημ. 1271, 6. ΙΙ. ὑβριστέον, δεῖ ὑβρίζειν, Γρηγ. Ναζ. Ἴαμβ. 20. 27.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ὑβρίζω]].
}}
}}