Anonymous

ὁλκάς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁλκάς''': -άδος, ἡ, ([[ἕλκω]], ὁλκὴ) [[πλοῖον]] ῥυμουλκούμενον, συρόμενον, [[ὅθεν]] [[πλοῖον]] φορτηγόν, ἐμπορικόν, Ἡρόδ. 3. 135., 7. 25, 137, Πινδ. Ν. 5. 2, Σιμωνίδ. (;) 182, καὶ Ἀττικ.· ὁλκάσιν ἢ πλοίοις. Θουκ 7. 7, πρβλ. Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1, 20· ὁλκ. σιταγωγοὶ Θουκ. 6. 44· οἰναγωγοὶ Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 5· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ταύρου τῆς Εὐρώπης, Νόνν. 1. 66. - Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς [[ἐνίοτε]] φέρεται [[ὁλκάς]], Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 19. 637.
|lstext='''ὁλκάς''': -άδος, ἡ, ([[ἕλκω]], ὁλκὴ) [[πλοῖον]] ῥυμουλκούμενον, συρόμενον, [[ὅθεν]] [[πλοῖον]] φορτηγόν, ἐμπορικόν, Ἡρόδ. 3. 135., 7. 25, 137, Πινδ. Ν. 5. 2, Σιμωνίδ. (;) 182, καὶ Ἀττικ.· ὁλκάσιν ἢ πλοίοις. Θουκ 7. 7, πρβλ. Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1, 20· ὁλκ. σιταγωγοὶ Θουκ. 6. 44· οἰναγωγοὶ Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 5· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ταύρου τῆς Εὐρώπης, Νόνν. 1. 66. - Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς [[ἐνίοτε]] φέρεται [[ὁλκάς]], Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 19. 637.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />vaisseau remorqué, <i>particul.</i> vaisseau de transport <i>ou</i> de charge.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]].
}}
}}