Anonymous

προσηλόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσηλόω''': καρφώνω τι εἴς τι, στερεώνω, τί τινι, τι [[πρός]] τι Πλάτ. Φαίδων 83D, Λουκ. Προμ. 2. ΙΙ. καρφώνω τι, τὰ [[παρασκήνια]] φράττων, προσηλῶν, καθηλῶν, καρφώνων, Δημ. 520. 19· ― Παθ., καρφώνομαι δι’ ἥλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8., 5788. 21· ἐπὶ προσώπων, καρφώνομαι εἰς σανίδα, (πρβλ. [[προσπασσαλεύω]]), καὶ μονονοὺ προσηλῶσθαι Δημ. 449, 1· καὶ ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις, σταυρώνομαι, καρφώνομαι ἐπὶ σταυροῦ, Φίλων 1. 237, 687, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 8. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσήλωσαν· προσέπηξαν· ἐσταύρωσαν», καὶ «προσήλωται· ἀνεσταύρωται».
|lstext='''προσηλόω''': καρφώνω τι εἴς τι, στερεώνω, τί τινι, τι [[πρός]] τι Πλάτ. Φαίδων 83D, Λουκ. Προμ. 2. ΙΙ. καρφώνω τι, τὰ [[παρασκήνια]] φράττων, προσηλῶν, καθηλῶν, καρφώνων, Δημ. 520. 19· ― Παθ., καρφώνομαι δι’ ἥλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8., 5788. 21· ἐπὶ προσώπων, καρφώνομαι εἰς σανίδα, (πρβλ. [[προσπασσαλεύω]]), καὶ μονονοὺ προσηλῶσθαι Δημ. 449, 1· καὶ ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις, σταυρώνομαι, καρφώνομαι ἐπὶ σταυροῦ, Φίλων 1. 237, 687, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 8. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσήλωσαν· προσέπηξαν· ἐσταύρωσαν», καὶ «προσήλωται· ἀνεσταύρωται».
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> fixer avec des clous, clouer : [[τί]] τινι clouer une ch. à une autre ; <i>particul.</i> crucifier;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> clouer à, attacher à, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἡλόω]].
}}
}}