Anonymous

δάσκιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δάσκῐος''': -ον, (δα-, σκιὰ) πυκνόσκιος, [[θαμνώδης]], [[δρυμώδης]], [[δασώδης]], ὕλη Ὀδ. Ε. 470, κτλ.· ὄρη Εὐρ. Βάκχ. 218· ἐπὶ πώγωνος, Αἰσχ. Πέρσ. 316, Σοφ. Τρ. 13· πρβλ. δαυλός.
|lstext='''δάσκῐος''': -ον, (δα-, σκιὰ) πυκνόσκιος, [[θαμνώδης]], [[δρυμώδης]], [[δασώδης]], ὕλη Ὀδ. Ε. 470, κτλ.· ὄρη Εὐρ. Βάκχ. 218· ἐπὶ πώγωνος, Αἰσχ. Πέρσ. 316, Σοφ. Τρ. 13· πρβλ. δαυλός.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> aux ombrages épais (forêt);<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> couvert de barbe.<br />'''Étymologie:''' δα-, [[σκιά]].
}}
}}