3,274,873
edits
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφιέπω''': ποιητ. καὶ [[ἀμφέπω]] (ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. [[τύπος]]): παρατ. ἢ ἀόρ. ἀμφίεπον καὶ ἄμφεπον, ἀμφότεροι παρ’ Ὁμήρ. - Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον ἐν τοῖς ἄρτι μνημονευθεῖσι χρόνοις καὶ [[ἅπαξ]] ἢ δὶς έν μέσῃ φωνῇ (πρβλ. ἕπω Α): - [[περιβάλλω]], γάστρην τρίποδος πῦρ ἄμφεπε Ἰλ. Σ. 348, Ὀδ. Θ. 437· πρύμνην πῦρ ἄμφεπε Ἰλ. Π. 124· ἔερσ’ ἀμφέπει, ἡ [[δρόσος]] περιβάλλει [τὴν χλόην], Πινδ. Ν. 3. 135. ΙΙ. ὡς τὸ [[διέπω]], = ἐνασχολοῦμαι [[περί]] τι, [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος Ἰλ. Ω. 804, πρβλ. Ε. 667· ἀμφὶ βοὸς ἕπετον κρέα, ηὐτρέπιζον, παρεσκεύαζον τὰ κρέατα, Λ. 776· οὕτω, βοῦν, ὄϊν ἀμφ. Ὀδ. Θ. 61, Ἰλ. Ω. 622: - τιμῶ, [[προσφέρω]] τιμὴν ἢ σεβασμὸν εἴς τινα, Δήμητρα Πινδ. Ο. 6. 160· περιποιοῦμαι ἢ [[θεραπεύω]] τὸν ἀσθενῆ, ὁ αὐτ. Π. 32. 92· ἀμφ. [[σκῆπτρον]], διαχειρίζομαι τὸ [[σκῆπτρον]], κυβερνῶ, ὁ αὐτ. Ο. 1. 18, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 651: ἰδίως, φυλάττω, [[ὑπερασπίζω]], [[προστατεύω]], ὡς τὸ [[ἀμφιβαίνω]], Πινδ. Π. 5. 91, Εὐρ. Μήδ. 480, κτλ.· χῶρον ἀμφ. Σιμων. 26· Βακχεῦ..., ὃς ἀμφέπεις Ἰταλίαν Σοφ. Ἀντ. 1118· [[μαντεῖον]] Εὐρ. Ι. Τ. 1248: - ξένον τε [[κῆδος]] ἀμφέπειν «ξένην συγγένειαν περιέπειν, [[ἤγουν]] θεραπεύειν» (Σχολ.), Λατ. ambire, Εὐρ. Φοίν. 340· ἀμφ. μόχθον, [[διέρχομαι]] διὰ κόπου καὶ μόχθου, Πινδ. Π. 4. 477· ἀμφ. θυμόν, ἔχω τὴν ψυχήν μου διατεθειμένην [[πρός]] τι, κατά τινα τρόπον, ὁ αὐτ. Ν. 7. 15· ἀμφ. ὄλβον, [[ἀπολαύω]] εὐτυχίας, ὁ αὐτ. Ι. 4. 100 (3. 77). 2) ἀπολ. κατὰ μετοχ. (πρβλ. [[ποιπνύω]]), ὅτε δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ δι’ ἐπιρρήματος: [[μετὰ]] πολλῆς προσοχῆς, προσεκτικῶς, ἐπιμελῶς, ἵππους ἀμφιέποντες ζεύγνυσαν Ἰλ. Τ. 392· στίχας ἵστασαν ἀμφιέποντες Ἰλ. Β. 525· κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες Ὀδ. Γ. 118· ἀμφέπων [[δαίμων]], ἡ [[τύχη]] ἥτις παρακολουθεῖ τινα, Πινδ. Π. 3. 192. 3) Μέσ., παρακολουθῶ, συνωθοῦμαι [[περί]] τινα, ἀμφὶ δ’ ἄρ’ αὐτὸν Τρῶες ἕπονθ’ Ἰλ. Λ. 473 ([[ἔνθα]] ἴδε Spitzn.)· ἀμφ. τινὶ Κόϊντ. Σμ. 1. 47. | |lstext='''ἀμφιέπω''': ποιητ. καὶ [[ἀμφέπω]] (ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. [[τύπος]]): παρατ. ἢ ἀόρ. ἀμφίεπον καὶ ἄμφεπον, ἀμφότεροι παρ’ Ὁμήρ. - Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον ἐν τοῖς ἄρτι μνημονευθεῖσι χρόνοις καὶ [[ἅπαξ]] ἢ δὶς έν μέσῃ φωνῇ (πρβλ. ἕπω Α): - [[περιβάλλω]], γάστρην τρίποδος πῦρ ἄμφεπε Ἰλ. Σ. 348, Ὀδ. Θ. 437· πρύμνην πῦρ ἄμφεπε Ἰλ. Π. 124· ἔερσ’ ἀμφέπει, ἡ [[δρόσος]] περιβάλλει [τὴν χλόην], Πινδ. Ν. 3. 135. ΙΙ. ὡς τὸ [[διέπω]], = ἐνασχολοῦμαι [[περί]] τι, [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος Ἰλ. Ω. 804, πρβλ. Ε. 667· ἀμφὶ βοὸς ἕπετον κρέα, ηὐτρέπιζον, παρεσκεύαζον τὰ κρέατα, Λ. 776· οὕτω, βοῦν, ὄϊν ἀμφ. Ὀδ. Θ. 61, Ἰλ. Ω. 622: - τιμῶ, [[προσφέρω]] τιμὴν ἢ σεβασμὸν εἴς τινα, Δήμητρα Πινδ. Ο. 6. 160· περιποιοῦμαι ἢ [[θεραπεύω]] τὸν ἀσθενῆ, ὁ αὐτ. Π. 32. 92· ἀμφ. [[σκῆπτρον]], διαχειρίζομαι τὸ [[σκῆπτρον]], κυβερνῶ, ὁ αὐτ. Ο. 1. 18, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 651: ἰδίως, φυλάττω, [[ὑπερασπίζω]], [[προστατεύω]], ὡς τὸ [[ἀμφιβαίνω]], Πινδ. Π. 5. 91, Εὐρ. Μήδ. 480, κτλ.· χῶρον ἀμφ. Σιμων. 26· Βακχεῦ..., ὃς ἀμφέπεις Ἰταλίαν Σοφ. Ἀντ. 1118· [[μαντεῖον]] Εὐρ. Ι. Τ. 1248: - ξένον τε [[κῆδος]] ἀμφέπειν «ξένην συγγένειαν περιέπειν, [[ἤγουν]] θεραπεύειν» (Σχολ.), Λατ. ambire, Εὐρ. Φοίν. 340· ἀμφ. μόχθον, [[διέρχομαι]] διὰ κόπου καὶ μόχθου, Πινδ. Π. 4. 477· ἀμφ. θυμόν, ἔχω τὴν ψυχήν μου διατεθειμένην [[πρός]] τι, κατά τινα τρόπον, ὁ αὐτ. Ν. 7. 15· ἀμφ. ὄλβον, [[ἀπολαύω]] εὐτυχίας, ὁ αὐτ. Ι. 4. 100 (3. 77). 2) ἀπολ. κατὰ μετοχ. (πρβλ. [[ποιπνύω]]), ὅτε δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ δι’ ἐπιρρήματος: [[μετὰ]] πολλῆς προσοχῆς, προσεκτικῶς, ἐπιμελῶς, ἵππους ἀμφιέποντες ζεύγνυσαν Ἰλ. Τ. 392· στίχας ἵστασαν ἀμφιέποντες Ἰλ. Β. 525· κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες Ὀδ. Γ. 118· ἀμφέπων [[δαίμων]], ἡ [[τύχη]] ἥτις παρακολουθεῖ τινα, Πινδ. Π. 3. 192. 3) Μέσ., παρακολουθῶ, συνωθοῦμαι [[περί]] τινα, ἀμφὶ δ’ ἄρ’ αὐτὸν Τρῶες ἕπονθ’ Ἰλ. Λ. 473 ([[ἔνθα]] ἴδε Spitzn.)· ἀμφ. τινὶ Κόϊντ. Σμ. 1. 47. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf. poét.</i> ἀμφίεπον;<br /><i>c.</i> [[ἀμφέπω]]. | |||
}} | }} |