Anonymous

δυσπρόσοδος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπρόσοδος''': -ον, [[δυσπρόσιτος]], [[μετὰ]] δυσκολίας πλησιαζόμενος, [[χωρίον]] Θουκ. 5. 65· δ. τοῖς ἐναντίοις [[πόλις]] Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3· δυσκόλως προσβαλλόμενος, [[τάξις]], [[πόλις]] Πολύβ. 1. 26, 10, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀκοινώνητος]], Θουκ. 1. 130, Ξεν. Ἀγησ. 9, 2, Λουκ. Σκύθ. 6.
|lstext='''δυσπρόσοδος''': -ον, [[δυσπρόσιτος]], [[μετὰ]] δυσκολίας πλησιαζόμενος, [[χωρίον]] Θουκ. 5. 65· δ. τοῖς ἐναντίοις [[πόλις]] Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3· δυσκόλως προσβαλλόμενος, [[τάξις]], [[πόλις]] Πολύβ. 1. 26, 10, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀκοινώνητος]], Θουκ. 1. 130, Ξεν. Ἀγησ. 9, 2, Λουκ. Σκύθ. 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’un abord difficile.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πρόσοδος]].
}}
}}