3,277,121
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσπρόσοδος''': -ον, [[δυσπρόσιτος]], [[μετὰ]] δυσκολίας πλησιαζόμενος, [[χωρίον]] Θουκ. 5. 65· δ. τοῖς ἐναντίοις [[πόλις]] Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3· δυσκόλως προσβαλλόμενος, [[τάξις]], [[πόλις]] Πολύβ. 1. 26, 10, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀκοινώνητος]], Θουκ. 1. 130, Ξεν. Ἀγησ. 9, 2, Λουκ. Σκύθ. 6. | |lstext='''δυσπρόσοδος''': -ον, [[δυσπρόσιτος]], [[μετὰ]] δυσκολίας πλησιαζόμενος, [[χωρίον]] Θουκ. 5. 65· δ. τοῖς ἐναντίοις [[πόλις]] Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3· δυσκόλως προσβαλλόμενος, [[τάξις]], [[πόλις]] Πολύβ. 1. 26, 10, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀκοινώνητος]], Θουκ. 1. 130, Ξεν. Ἀγησ. 9, 2, Λουκ. Σκύθ. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />d’un abord difficile.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πρόσοδος]]. | |||
}} | }} |