Anonymous

εὐδιάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιάλλακτος''': -ον, εὐκόλως διαλλαττόμενος, [[εἰρηνικός]], Διον. Ἁλ. 4. 38. -Ἐπίρ. -τως, Πλουτ. Καῖσ. 54.
|lstext='''εὐδιάλλακτος''': -ον, εὐκόλως διαλλαττόμενος, [[εἰρηνικός]], Διον. Ἁλ. 4. 38. -Ἐπίρ. -τως, Πλουτ. Καῖσ. 54.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à réconcilier, qui se laisse fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαλλάσσω]].
}}
}}