3,253,642
edits
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φληνᾰφάω''': (ἴδε [[φλέω]]) φλυαρῶ, μωρολογῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 644, Νεφ. 1475· τί [[ταῦτα]] ληρεῖς, φληναφῶν ἄνω [[κάτω]]; Ἄλεξις ἐν «Ἀσωτοδιδασκάλῳ» 1. 1, καὶ σύνηθες παρὰ τοῖς μεταγεν., ὡς παρ’ Οἰνομάῳ ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 217C· καὶ ὁ [[τύπος]] φληναφέω ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. συγγραφ.· καὶ [[τύπος]] τις φληδάω μνημονεύεται παρ’ Ἡσύχ.: «φληδῶντα· ληροῦντα». | |lstext='''φληνᾰφάω''': (ἴδε [[φλέω]]) φλυαρῶ, μωρολογῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 644, Νεφ. 1475· τί [[ταῦτα]] ληρεῖς, φληναφῶν ἄνω [[κάτω]]; Ἄλεξις ἐν «Ἀσωτοδιδασκάλῳ» 1. 1, καὶ σύνηθες παρὰ τοῖς μεταγεν., ὡς παρ’ Οἰνομάῳ ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 217C· καὶ ὁ [[τύπος]] φληναφέω ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. συγγραφ.· καὶ [[τύπος]] τις φληδάω μνημονεύεται παρ’ Ἡσύχ.: «φληδῶντα· ληροῦντα». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />bavarder à tort et à travers, radoter.<br />'''Étymologie:''' [[φλήναφος]]. | |||
}} | }} |