Anonymous

ἐπιλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι: ἀόρ. -έλᾰβον. Λαμβάνω, [[λαμβάνω]] ἐπί τινι, [[λαμβάνω]] [[κέρδος]] ἐπί τινι, ἐπὶ τοῖς [[πεντήκοντα]] ταλάντοις ἔλαβεν [[ἑκατόν]], ἔλαβε [[κέρδος]] [[ἑκατόν]]. Ἀριστ. Πολ. 1. 11, 11: - [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., ἀλλ’ ἔτι καὶ ἐπιλαβεῖν τοῦ χρόνου, ἀλλ’ ὅτι ἔλαβεν ἀκόμη καὶ [[μέρος]] τοῦ χρόνου, δηλ. παρεξέτεινεν αὐτόν, Μ. Ἀντων. 1. 17· ὁ μὲν δὴ [[χρόνος]] βοιωταρχοῦντι Ἐπαμεινώνδᾳ διήνυστο, τεθνάναι δὲ ἐτέτακτο ἐπιλαβόντα ἄνδρα τῆς ἀρχῆς Παυσ. 9. 14, 5. ΙΙ. [[καταλαμβάνω]], [[προσβάλλω]], ἐπὶ νόσου, ἐπιλαβὼν δὲ [[λοιμός]] τε τὸν στρατὸν καὶ δυσεντερίη Ἡρόδ. 8. 115, Ἱππ. Ἀφ. 1258, Θουκ. 2. 51· ἐπὶ ἐχθροῦ, ἤδη γάρ που καὶ οἱ πολέμιοι ἐπιλαμβάνουσι Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 36. - Παθ. ἐπείληπται νόσῳ Σοφ. Ἀντ. 732· οὕτω δὲ καὶ ἀπολ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, ἐν τέλει· τὴν αἴσθησιν ἐπιληφθείς, παθὼν ἀποπληξίαν, Λατ. sensibus captus, Πλουτ. Φλαμ. 6. πρβλ. ἐπίληπτος, -ληψία, -ληψις. β) ἐπὶ γεγονότων, αἰφνιδίως [[καταλαμβάνω]] τινά, μή... χειμὼν τὴν φυλακὴν ἐπιλάβοι Θουκ. 4. 27· νυκτὸς ἐπιλαβούσης τὸ [[ἔργον]] [[αὐτόθι]] 96· ταχὺ ἐπιλαβὸν [[γῆρας]] Πλάτ. Ἐπινομ. 974A: - ἀπροσ., ἐπιλαμβάνει, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., συμβαίνει [[ὅστε]] τις νά... Πισαίους μὲν δή... ἐπέλαβεν ἀναστάτους ὑπὸ Ἠλείων γενέσθαι Παυσ. 6. 22, 4., 7. 21, 1. 2) [[φθάνω]], ἐκτείνομαι, ἔθαπτον πάντας (τοὺς νεκροὺς) ὁπόσους ἐπελάμβανε τὸ [[κέρας]], εἰς ὅσους ἐξετείνετο τὸ [[κέρας]], Ξεν. Ἀν. 6. 5, 6· ἔτη δὲ Χρυσὶς τοῦ πολέμου τοῦδε ἐπέλαβεν ὀκτὼ καὶ ἔνατον ἐκ μέσου, ὅτε ἐπεφεύγει, δηλ. ὀκτὼ καὶ ἥμισυ ἔτη παρῆλθον τούτου τοῦ πολέμου [[μέχρι]] τῆς εἰς Φλιοῦντα φυγῆς τῆς Χρυσίδος, Θουκ. 4. 133· [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., ἐπ. τετάρτου μηνός, [[φθάνω]] [[μέχρι]] τοῦ τετάρτου μηνός, οὐχὶ [[πέραν]] [[αὐτοῦ]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 9· ἔνιαι δὲ (γυναῖκες) ἐπιλαμβάνουσι καὶ τοῦ ἑνδεκάτου μηνός, φθάνουσι [[μέχρι]] τοῦ ἑνδεκάτου μηνός, δηλ. γεννῶσι τὸν ἑνδέκατον μῆνα, [[αὐτόθι]] 4. 10· οὕτω, φυλλοβολεῖ δὲ πάντα τοῦ μετοπώρου καὶ [[μετὰ]] τὸ [[μετόπωρον]], πλὴν τὸ μὲν θᾶττον τὸ δὲ βραδύτερον [[ὥστε]] καὶ τοῦ χειμῶνος ἐπιλαμβάνειν Θεοφρ. Ι. Φ. 1. 9, 6, πρβλ. Πλουτ. Μάρ. 46. 3) πιάνω, κρατῶ, βουλλώνω, [[κάμνω]] τι νὰ σταματήσῃ, σταματῶ, ἰδίως διὰ τῆς πιέσεως, τὴν ῥῖν’ ἐπιλαβοῦσα Ἀριστοφ. Πλ. 703· [[ἐπιλαμβάνω]] τινὰ τῆς [[ὀπίσω]] ὁδοῦ, [[ἐμποδίζω]] αὐτὸν νὰ ἐπανέλθῃ, Ἡρόδ. 2. 87· καὶ μοι ἐπίλαβε τὸ [[ὕδωρ]], [[κάμε]] νὰ σταματήσῃ τὸ [[ὕδωρ]] τῆς κλεψύδρας ([[ὅπερ]] ἐγίνετο ὅτε ὁ [[ῥήτωρ]] διέκοπτε τὸν λόγον του ἵνα ἐξετασθῶσι μάρτυρες ἢ ν’ ἀναγνωσθῶσιν ἔγγραφα, ἴδε ἐν λ. [[κλεψύδρα]]), Λυσ. 23. 1, 5, Ἰσαῖος κλ., πρβλ. Att Process. σελ. 713 κἑξ.· τοὺς πόρους τοῦ στόματος ἐπ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 3, 5, κτλ. 4) [[καταλαμβάνω]] χῶρον, μηδὲν τῶν τῆς πόλεως... οἰκοδομήμασιν ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 799C· [[πλείω]] τόπον Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 7, 3: - μεταφ., πολὺν δ’ ἐπελάμβανε χῶρον, «ἐπῆλθε δὲ πολύν τινα χῶρον» (Σχόλ.), Θεόκρ. 13. 65, πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλ. corripere campum. 5) [[μετὰ]] γεν., ἐπιχειρῶ, ἐξακολουθῶ, [[ἐπιλαμβάνω]] τῆς κινήσεως Αἰλ. π. Ζ. 5. 18· τῆς ἐς τὸ ἄνω νήξεως ἐπιλαμβάνουσι [[αὐτόθι]] 13. 19. 6) [[μετὰ]] δοτ., βοηθῶ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 96. 7) ἀμεταβ., ἐπακολουθῶ, Ἀριστ. προβλ. 1. 8, 3. ΙΙΙ. Μέσ., [[μετὰ]] παθ. πρκμ. (Πλάτ. Κρατ. 396D) κρατοῦμαι ἔκ τινος, «πιάνομαι ἀπό τι», ἐπιλαμβάνομαί τινος, [[μετὰ]] γεν., τῶν νεῶν Ἡρόδ. 6. 113, Θουκ. 4. 14, κτλ.· τῶν ἀφλάστων νηὸς Ἡρόδ. 6. 114· τῶν ἐπισπαστήρων [[αὐτόθι]] 91· ὅτου ἐπιλάβοιτο τὰ δρέπανα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31· καί μου ἀνισταμένου ἐπιλαμβάνεται ὁ Καλλίας τῆς χειρὸς τῇ δεξιᾷ Πλάτ. Πρωτ. 335C. ἐπιλαβόμενος τινος τῇ χειρὶ Δημ. 534. 1· τινος τῶν τριχῶν Αἰσχίν. 75. 3· μὴ ᾽πιλαμβάνου Εὐρ. Φοίν. 896. 2) [[προσβάλλω]], ἐπιτίθεμαι, τινος Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 22, Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 4· ἰδίως διὰ λόγων, Πλάτ. Φαῖδρ. 236B. ἐπὶ νόσων, Λουκ. Νιγρ. 29. 3) [[καταλαμβάνω]], [[συλλαμβάνω]], πιάνω, τῶν παίδων Δημ. 895. 10· [[καταλαμβάνω]] τὰ ὑπάρχοντά τινος [[ἀπέναντι]] ὀφειλῆς, ὁ αὐτ. 558. 18· [[ἐγείρω]] ἀξιώσεις ἐπί τινος κτήματος, Πλάτ. Νόμοι 954C. 4) πιάνω, [[λαμβάνω]], προστάτεω ἐπιλαβόμενοι, κτησάμενοι ἡγεμόνα, Ἡρόδ. 1. 127· δράττομαι, προφάσιος 3. 36., 6. 49· δυνάμιος 9. 99· καιροῦ Ἀριστοφ. Λυσ. 696· ἐξουσίας, γαλήνης Πλάτ. Πολ. 360D, Πολιτ. 273A· τῶν ἁμαξῶν Πλουτ. Ὄθ. 3· ἐπ. λογισμῷ Λατ. ratione assequi, Πλάτ. Φαίδων 79A. 5) ἐπὶ τόπου, [[φθάνω]], ἐὰν ὁ [[λέων]] ἐπιλάβηται δασέος φεύγει, ἐὰν κατορθώσῃ νὰ εἰσέλθῃ εἰς [[δάσος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3· τῶν ὁρῶν Πλουτ. Ἀντών. 41· τὸ ἐν Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. μίαν [[ἑκάτερος]] ἄκραν ἐπιλαμβόμενοι ἐν τῷ δοκίμῳ λόγῳ θὰ ἦτο μιᾶς ἄκρας (διάφ. γραφ. ἀπολαβόμενος AC, καὶ ἀπολαβόμενοι L)· - ἐπὶ καταστάσεως, [[μετὰ]] μεταφ. ἐννοίας, ἐρημίας ἐπειλημμένοι Δημ. 36. 2. 6) ἐπιχειρῶ, ἐπιλαμβάνομαι, πράξεων μεγάλων Πλουτ. Μάρ. 7. 7) [[ἐγγίζω]] τι, Λατ. strictim attingere, τινος Πλάτ. Πολ. 449D. 8) [[διακόπτω]] τινὰ ὁμιλοῦντα, [[λαμβάνω]] τὸν λόγον (πρβλ. [[ὑπολαμβάνω]]), ὁ αὐτ. Γοργ. 506B, Συμπ. 814E· [[ἀντιλέγω]], ἐναντιοῦμαι, τοῦ ψηφίσματος Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 32· καὶ σοῦ ἐπιλαβομένου ὅτι..., Πλάτ. Πολ. 490C. 9) σπαν. μετ’ αἰτ., [[καταλαμβάνω]], τὰς Ἀθήνας Λυκοῦργ. 158. 23. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 462, § 176.
|lstext='''ἐπιλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι: ἀόρ. -έλᾰβον. Λαμβάνω, [[λαμβάνω]] ἐπί τινι, [[λαμβάνω]] [[κέρδος]] ἐπί τινι, ἐπὶ τοῖς [[πεντήκοντα]] ταλάντοις ἔλαβεν [[ἑκατόν]], ἔλαβε [[κέρδος]] [[ἑκατόν]]. Ἀριστ. Πολ. 1. 11, 11: - [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., ἀλλ’ ἔτι καὶ ἐπιλαβεῖν τοῦ χρόνου, ἀλλ’ ὅτι ἔλαβεν ἀκόμη καὶ [[μέρος]] τοῦ χρόνου, δηλ. παρεξέτεινεν αὐτόν, Μ. Ἀντων. 1. 17· ὁ μὲν δὴ [[χρόνος]] βοιωταρχοῦντι Ἐπαμεινώνδᾳ διήνυστο, τεθνάναι δὲ ἐτέτακτο ἐπιλαβόντα ἄνδρα τῆς ἀρχῆς Παυσ. 9. 14, 5. ΙΙ. [[καταλαμβάνω]], [[προσβάλλω]], ἐπὶ νόσου, ἐπιλαβὼν δὲ [[λοιμός]] τε τὸν στρατὸν καὶ δυσεντερίη Ἡρόδ. 8. 115, Ἱππ. Ἀφ. 1258, Θουκ. 2. 51· ἐπὶ ἐχθροῦ, ἤδη γάρ που καὶ οἱ πολέμιοι ἐπιλαμβάνουσι Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 36. - Παθ. ἐπείληπται νόσῳ Σοφ. Ἀντ. 732· οὕτω δὲ καὶ ἀπολ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, ἐν τέλει· τὴν αἴσθησιν ἐπιληφθείς, παθὼν ἀποπληξίαν, Λατ. sensibus captus, Πλουτ. Φλαμ. 6. πρβλ. ἐπίληπτος, -ληψία, -ληψις. β) ἐπὶ γεγονότων, αἰφνιδίως [[καταλαμβάνω]] τινά, μή... χειμὼν τὴν φυλακὴν ἐπιλάβοι Θουκ. 4. 27· νυκτὸς ἐπιλαβούσης τὸ [[ἔργον]] [[αὐτόθι]] 96· ταχὺ ἐπιλαβὸν [[γῆρας]] Πλάτ. Ἐπινομ. 974A: - ἀπροσ., ἐπιλαμβάνει, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., συμβαίνει [[ὅστε]] τις νά... Πισαίους μὲν δή... ἐπέλαβεν ἀναστάτους ὑπὸ Ἠλείων γενέσθαι Παυσ. 6. 22, 4., 7. 21, 1. 2) [[φθάνω]], ἐκτείνομαι, ἔθαπτον πάντας (τοὺς νεκροὺς) ὁπόσους ἐπελάμβανε τὸ [[κέρας]], εἰς ὅσους ἐξετείνετο τὸ [[κέρας]], Ξεν. Ἀν. 6. 5, 6· ἔτη δὲ Χρυσὶς τοῦ πολέμου τοῦδε ἐπέλαβεν ὀκτὼ καὶ ἔνατον ἐκ μέσου, ὅτε ἐπεφεύγει, δηλ. ὀκτὼ καὶ ἥμισυ ἔτη παρῆλθον τούτου τοῦ πολέμου [[μέχρι]] τῆς εἰς Φλιοῦντα φυγῆς τῆς Χρυσίδος, Θουκ. 4. 133· [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., ἐπ. τετάρτου μηνός, [[φθάνω]] [[μέχρι]] τοῦ τετάρτου μηνός, οὐχὶ [[πέραν]] [[αὐτοῦ]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 9· ἔνιαι δὲ (γυναῖκες) ἐπιλαμβάνουσι καὶ τοῦ ἑνδεκάτου μηνός, φθάνουσι [[μέχρι]] τοῦ ἑνδεκάτου μηνός, δηλ. γεννῶσι τὸν ἑνδέκατον μῆνα, [[αὐτόθι]] 4. 10· οὕτω, φυλλοβολεῖ δὲ πάντα τοῦ μετοπώρου καὶ [[μετὰ]] τὸ [[μετόπωρον]], πλὴν τὸ μὲν θᾶττον τὸ δὲ βραδύτερον [[ὥστε]] καὶ τοῦ χειμῶνος ἐπιλαμβάνειν Θεοφρ. Ι. Φ. 1. 9, 6, πρβλ. Πλουτ. Μάρ. 46. 3) πιάνω, κρατῶ, βουλλώνω, [[κάμνω]] τι νὰ σταματήσῃ, σταματῶ, ἰδίως διὰ τῆς πιέσεως, τὴν ῥῖν’ ἐπιλαβοῦσα Ἀριστοφ. Πλ. 703· [[ἐπιλαμβάνω]] τινὰ τῆς [[ὀπίσω]] ὁδοῦ, [[ἐμποδίζω]] αὐτὸν νὰ ἐπανέλθῃ, Ἡρόδ. 2. 87· καὶ μοι ἐπίλαβε τὸ [[ὕδωρ]], [[κάμε]] νὰ σταματήσῃ τὸ [[ὕδωρ]] τῆς κλεψύδρας ([[ὅπερ]] ἐγίνετο ὅτε ὁ [[ῥήτωρ]] διέκοπτε τὸν λόγον του ἵνα ἐξετασθῶσι μάρτυρες ἢ ν’ ἀναγνωσθῶσιν ἔγγραφα, ἴδε ἐν λ. [[κλεψύδρα]]), Λυσ. 23. 1, 5, Ἰσαῖος κλ., πρβλ. Att Process. σελ. 713 κἑξ.· τοὺς πόρους τοῦ στόματος ἐπ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 3, 5, κτλ. 4) [[καταλαμβάνω]] χῶρον, μηδὲν τῶν τῆς πόλεως... οἰκοδομήμασιν ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 799C· [[πλείω]] τόπον Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 7, 3: - μεταφ., πολὺν δ’ ἐπελάμβανε χῶρον, «ἐπῆλθε δὲ πολύν τινα χῶρον» (Σχόλ.), Θεόκρ. 13. 65, πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλ. corripere campum. 5) [[μετὰ]] γεν., ἐπιχειρῶ, ἐξακολουθῶ, [[ἐπιλαμβάνω]] τῆς κινήσεως Αἰλ. π. Ζ. 5. 18· τῆς ἐς τὸ ἄνω νήξεως ἐπιλαμβάνουσι [[αὐτόθι]] 13. 19. 6) [[μετὰ]] δοτ., βοηθῶ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 96. 7) ἀμεταβ., ἐπακολουθῶ, Ἀριστ. προβλ. 1. 8, 3. ΙΙΙ. Μέσ., [[μετὰ]] παθ. πρκμ. (Πλάτ. Κρατ. 396D) κρατοῦμαι ἔκ τινος, «πιάνομαι ἀπό τι», ἐπιλαμβάνομαί τινος, [[μετὰ]] γεν., τῶν νεῶν Ἡρόδ. 6. 113, Θουκ. 4. 14, κτλ.· τῶν ἀφλάστων νηὸς Ἡρόδ. 6. 114· τῶν ἐπισπαστήρων [[αὐτόθι]] 91· ὅτου ἐπιλάβοιτο τὰ δρέπανα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31· καί μου ἀνισταμένου ἐπιλαμβάνεται ὁ Καλλίας τῆς χειρὸς τῇ δεξιᾷ Πλάτ. Πρωτ. 335C. ἐπιλαβόμενος τινος τῇ χειρὶ Δημ. 534. 1· τινος τῶν τριχῶν Αἰσχίν. 75. 3· μὴ ᾽πιλαμβάνου Εὐρ. Φοίν. 896. 2) [[προσβάλλω]], ἐπιτίθεμαι, τινος Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 22, Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 4· ἰδίως διὰ λόγων, Πλάτ. Φαῖδρ. 236B. ἐπὶ νόσων, Λουκ. Νιγρ. 29. 3) [[καταλαμβάνω]], [[συλλαμβάνω]], πιάνω, τῶν παίδων Δημ. 895. 10· [[καταλαμβάνω]] τὰ ὑπάρχοντά τινος [[ἀπέναντι]] ὀφειλῆς, ὁ αὐτ. 558. 18· [[ἐγείρω]] ἀξιώσεις ἐπί τινος κτήματος, Πλάτ. Νόμοι 954C. 4) πιάνω, [[λαμβάνω]], προστάτεω ἐπιλαβόμενοι, κτησάμενοι ἡγεμόνα, Ἡρόδ. 1. 127· δράττομαι, προφάσιος 3. 36., 6. 49· δυνάμιος 9. 99· καιροῦ Ἀριστοφ. Λυσ. 696· ἐξουσίας, γαλήνης Πλάτ. Πολ. 360D, Πολιτ. 273A· τῶν ἁμαξῶν Πλουτ. Ὄθ. 3· ἐπ. λογισμῷ Λατ. ratione assequi, Πλάτ. Φαίδων 79A. 5) ἐπὶ τόπου, [[φθάνω]], ἐὰν ὁ [[λέων]] ἐπιλάβηται δασέος φεύγει, ἐὰν κατορθώσῃ νὰ εἰσέλθῃ εἰς [[δάσος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3· τῶν ὁρῶν Πλουτ. Ἀντών. 41· τὸ ἐν Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. μίαν [[ἑκάτερος]] ἄκραν ἐπιλαμβόμενοι ἐν τῷ δοκίμῳ λόγῳ θὰ ἦτο μιᾶς ἄκρας (διάφ. γραφ. ἀπολαβόμενος AC, καὶ ἀπολαβόμενοι L)· - ἐπὶ καταστάσεως, [[μετὰ]] μεταφ. ἐννοίας, ἐρημίας ἐπειλημμένοι Δημ. 36. 2. 6) ἐπιχειρῶ, ἐπιλαμβάνομαι, πράξεων μεγάλων Πλουτ. Μάρ. 7. 7) [[ἐγγίζω]] τι, Λατ. strictim attingere, τινος Πλάτ. Πολ. 449D. 8) [[διακόπτω]] τινὰ ὁμιλοῦντα, [[λαμβάνω]] τὸν λόγον (πρβλ. [[ὑπολαμβάνω]]), ὁ αὐτ. Γοργ. 506B, Συμπ. 814E· [[ἀντιλέγω]], ἐναντιοῦμαι, τοῦ ψηφίσματος Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 32· καὶ σοῦ ἐπιλαβομένου ὅτι..., Πλάτ. Πολ. 490C. 9) σπαν. μετ’ αἰτ., [[καταλαμβάνω]], τὰς Ἀθήνας Λυκοῦργ. 158. 23. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 462, § 176.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπιλήψομαι, <i>ao.2</i> ἐπέλαβον;<br /><b>I.</b> saisir :<br /><b>1</b> saisir pour comprimer, intercepter : τὴν ῥῖνα boucher le nez ; τὸ [[ὕδωρ]] LYS arrêter l’eau (de la clepsydre), l’empêcher de couler ; τῆς ὁδοῦ HDT détourner de la route;<br /><b>2</b> mettre la main à, entreprendre, se mettre à, gén.;<br /><b>3</b> <i>avec idée d’hostilité</i> attaquer ; <i>Pass.</i> νόσῳ ἐπείληπται SOPH elle est atteinte de cette maladie ; αἴσθησιν ἐπιληφθείς PLUT ayant perdu l’usage d’un sens <i>litt.</i> ayant un sens attaqué;<br /><b>4</b> surprendre : μὴ χειμὼν τὴν φυλακὴν ἐπιλάβοι THC de peur que l’hiver ne surprît la garnison;<br /><b>5</b> interrompre : νυκτὸς ἐπιλαβούσης τὸ [[ἔργον]] THC la nuit ayant interrompu l’entreprise;<br /><b>II.</b> prendre en outre :<br /><b>1</b> prendre de nouveau : [[τι]] [[οἰνάριον]] PLUT un peu de vin;<br /><b>2</b> prendre en sus, ajouter ; avec un gén. : ἐπ. [[τοῦ]] χρόνου M.ANT dépasser le temps;<br /><b>3</b> prendre de plus en plus : πλατύτερον τόπον PLUT occuper une plus grande place ; <i>avec idée de temps</i> prolonger : [[τοῦ]] πολέμου THC faire traîner la guerre en longueur;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιλαμβάνομαι mettre la main sur :<br /><b>1</b> se saisir de, s’emparer de : τινος de qch ; <i>fig.</i> προφάσιος HDT saisir un prétexte ; <i>avec idée de violence ou d’hostilité</i> τινος [[τῶν]] [[τριχῶν]] ESCHN saisir qqn par les cheveux ; <i>fig.</i> attaquer en paroles, s’attaquer à, gén.;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> acquérir, obtenir, jouir de : ἐρημίας DÉM jouir de la tranquillité;<br /><b>3</b> mettre la main sur, se mettre à, entreprendre;<br /><b>4</b> interrompre un interlocuteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λαμβάνω]].
}}
}}