Anonymous

ἐπίλυπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίλῡπος''': -ον, ([[λύπη]]) σκυθρωπὸς ἐκ λύπης, [[ἡσυχῇ]] ἐπίλυποι, κατηφέες Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12· [[μελαγχολικός]], [[ἄθυμος]], Πλούτ. 2. 13Α. ΙΙ. [[λυπηρός]], προξενῶν λύπην, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 2, 5 κ. ἀλλ.· τὸ ἐπίλυπον, τὸ προξενοῦν λύπην, [[αὐτόθι]] 3. 1, 13, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. καματηρόν.
|lstext='''ἐπίλῡπος''': -ον, ([[λύπη]]) σκυθρωπὸς ἐκ λύπης, [[ἡσυχῇ]] ἐπίλυποι, κατηφέες Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12· [[μελαγχολικός]], [[ἄθυμος]], Πλούτ. 2. 13Α. ΙΙ. [[λυπηρός]], προξενῶν λύπην, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 2, 5 κ. ἀλλ.· τὸ ἐπίλυπον, τὸ προξενοῦν λύπην, [[αὐτόθι]] 3. 1, 13, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. καματηρόν.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> affligé, triste;<br /><b>2</b> affligeant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λύπη]].
}}
}}