3,277,719
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίλῡπος''': -ον, ([[λύπη]]) σκυθρωπὸς ἐκ λύπης, [[ἡσυχῇ]] ἐπίλυποι, κατηφέες Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12· [[μελαγχολικός]], [[ἄθυμος]], Πλούτ. 2. 13Α. ΙΙ. [[λυπηρός]], προξενῶν λύπην, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 2, 5 κ. ἀλλ.· τὸ ἐπίλυπον, τὸ προξενοῦν λύπην, [[αὐτόθι]] 3. 1, 13, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. καματηρόν. | |lstext='''ἐπίλῡπος''': -ον, ([[λύπη]]) σκυθρωπὸς ἐκ λύπης, [[ἡσυχῇ]] ἐπίλυποι, κατηφέες Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12· [[μελαγχολικός]], [[ἄθυμος]], Πλούτ. 2. 13Α. ΙΙ. [[λυπηρός]], προξενῶν λύπην, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 2, 5 κ. ἀλλ.· τὸ ἐπίλυπον, τὸ προξενοῦν λύπην, [[αὐτόθι]] 3. 1, 13, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. καματηρόν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> affligé, triste;<br /><b>2</b> affligeant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λύπη]]. | |||
}} | }} |