Anonymous

ἰλλός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰλλός''': ὁ, ([[ἴλλω]]) ἀλλοίθωρος (κατὰ τὸν Μοῖρ. «ἰλλόν, Ἀττικῶς. στραβόν, Ἑλληνικῶς), ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν, «ἀπὸ τὸ κύττα, κύττα νὰ τὸν [[περιμένω]] στράβωσαν τὰ «μάτια μου», Ἀριστοφ. Θεσμ. 846. - Συγκρ. ἰλλότερος, ἰλλοτέρα τᾶν κορωνᾶν Σώφρων παρὰ τῷ Σχολιαστῇ εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 846.
|lstext='''ἰλλός''': ὁ, ([[ἴλλω]]) ἀλλοίθωρος (κατὰ τὸν Μοῖρ. «ἰλλόν, Ἀττικῶς. στραβόν, Ἑλληνικῶς), ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν, «ἀπὸ τὸ κύττα, κύττα νὰ τὸν [[περιμένω]] στράβωσαν τὰ «μάτια μου», Ἀριστοφ. Θεσμ. 846. - Συγκρ. ἰλλότερος, ἰλλοτέρα τᾶν κορωνᾶν Σώφρων παρὰ τῷ Σχολιαστῇ εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 846.
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />louche (<i>propr.</i> qui tourne les yeux).<br />'''Étymologie:''' [[ἴλλω]].
}}
}}