Anonymous

αἱματηρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμᾰτηρός''': -ά, -όν, ἐν Εὐρ. Ὀρ. 962· [[ὡσαύτως]] -ός, όν, = [[αἱματώδης]], ᾑμαγμένος, [[φόνιος]], ἐν χρήσει πρὸ πάντων παρὰ Τραγικοῖς, αἱμ. χεῖρες, [[ξίφος]] κτλ.· φλὸξ αἱματηρὰ κἀπὸ ... δρυός, δηλ. ἀφ’ αἵματος καὶ δρυός = τρεφομένη διὰ τοῦ αἵματος τοῦ θύματος καὶ διὰ τῶν ἐκ δρυὸς ξύλων, Σοφ. Τρ. 766· ἰδίως [[αἱμόδιψος]], [[αἱμοχαρής]], [[πνεῦμα]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 137· [[τεῦχος]] αἱμ. = ἡ [[θανατηφόρος]] [[κάλπις]], ὁ αὐτ. Ἀγ. 815· αἱμ. βλάβαι, ὁ αὐτ. Εὐμ. 359· ὀμμάτων διαφθοραί, Σοφ. Ο. Κ. 552· [[στόνος]] αἱμ., προξενούμενος ὑπὸ τοῦ ἀχνίζοντος αἱματηροῦ τραύματος, ὁ αὐτ. Φ. 695· πρβλ. [[θηγάνη]]. ΙΙ. κυριολεκτικῶς ἐπὶ αἵματος, ὁ συνιστάμενος ἐξ αἵματος, [[μένος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1065· σταγόνες αἱμ. = σταγόνες ἐξ αἵματος, Εὐρ. Φοίν. 1415· αἰμ. [[ῥοῦς]] = ῥοὴ αἵματος, Ἱππ. Κωακ. 201.
|lstext='''αἱμᾰτηρός''': -ά, -όν, ἐν Εὐρ. Ὀρ. 962· [[ὡσαύτως]] -ός, όν, = [[αἱματώδης]], ᾑμαγμένος, [[φόνιος]], ἐν χρήσει πρὸ πάντων παρὰ Τραγικοῖς, αἱμ. χεῖρες, [[ξίφος]] κτλ.· φλὸξ αἱματηρὰ κἀπὸ ... δρυός, δηλ. ἀφ’ αἵματος καὶ δρυός = τρεφομένη διὰ τοῦ αἵματος τοῦ θύματος καὶ διὰ τῶν ἐκ δρυὸς ξύλων, Σοφ. Τρ. 766· ἰδίως [[αἱμόδιψος]], [[αἱμοχαρής]], [[πνεῦμα]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 137· [[τεῦχος]] αἱμ. = ἡ [[θανατηφόρος]] [[κάλπις]], ὁ αὐτ. Ἀγ. 815· αἱμ. βλάβαι, ὁ αὐτ. Εὐμ. 359· ὀμμάτων διαφθοραί, Σοφ. Ο. Κ. 552· [[στόνος]] αἱμ., προξενούμενος ὑπὸ τοῦ ἀχνίζοντος αἱματηροῦ τραύματος, ὁ αὐτ. Φ. 695· πρβλ. [[θηγάνη]]. ΙΙ. κυριολεκτικῶς ἐπὶ αἵματος, ὁ συνιστάμενος ἐξ αἵματος, [[μένος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1065· σταγόνες αἱμ. = σταγόνες ἐξ αἵματος, Εὐρ. Φοίν. 1415· αἰμ. [[ῥοῦς]] = ῥοὴ αἵματος, Ἱππ. Κωακ. 201.
}}
{{bailly
|btext=ά <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> sanglant, ensanglanté ; ἐξαφρίζεσθαι [[μένος]] ESCHL exhaler sa fougue dans une écume sanglante ; meurtrier, funeste;<br /><b>2</b> qui respire le sang, avide de sang;<br /><b>3</b> causé par le sang versé.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]].
}}
}}