Anonymous

καταρρίπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταρρίπτω''': [[ῥίπτω]] [[κάτω]], [[καταβάλλω]], [[ἀνατρέπω]], εἴ τε δημόθρους [[ἀναρχία]] βουλὴν καταρρίψειεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 884· τὰ [[βασίλεια]] Πλουτ. Λούκουλλ. 34, πρβλ. Λουκ. π. Ὀρχ. 9· ταπεινῶ, [[ἐξευτελίζω]], κ. τοὺς πολεμίους, ἀντίθετον τῷ [[ἐπαίρω]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 7. (2 καταφρονῶ, δόξαν, ἔπαινον Διόδ. 13, 15 καὶ 22.)
|lstext='''καταρρίπτω''': [[ῥίπτω]] [[κάτω]], [[καταβάλλω]], [[ἀνατρέπω]], εἴ τε δημόθρους [[ἀναρχία]] βουλὴν καταρρίψειεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 884· τὰ [[βασίλεια]] Πλουτ. Λούκουλλ. 34, πρβλ. Λουκ. π. Ὀρχ. 9· ταπεινῶ, [[ἐξευτελίζω]], κ. τοὺς πολεμίους, ἀντίθετον τῷ [[ἐπαίρω]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 7. (2 καταφρονῶ, δόξαν, ἔπαινον Διόδ. 13, 15 καὶ 22.)
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> jeter à bas, renverser;<br /><b>2</b> jeter de côté, rejeter ; mépriser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥίπτω]].
}}
}}