3,277,286
edits
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλεονέκτημα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Νόμ. 709C, Δημ. 63. 1., 245. 13, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι, ἐν τοῖς πολέμοις Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 11. ΙΙ. [[πρᾶξις]] ἀπάτης ἢ ἐξαπατήσεως, [[τέχνασμα]] ἔχον ἰδιοτελεῖς σκοπούς, Δημ. 533. 28., 1218, 29., 1490. 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 10. | |lstext='''πλεονέκτημα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Νόμ. 709C, Δημ. 63. 1., 245. 13, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι, ἐν τοῖς πολέμοις Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 11. ΙΙ. [[πρᾶξις]] ἀπάτης ἢ ἐξαπατήσεως, [[τέχνασμα]] ἔχον ἰδιοτελεῖς σκοπούς, Δημ. 533. 28., 1218, 29., 1490. 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />supériorité, avantage, ascendant, prééminence.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]]. | |||
}} | }} |