Anonymous

πλεονέκτημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλεονέκτημα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Νόμ. 709C, Δημ. 63. 1., 245. 13, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι, ἐν τοῖς πολέμοις Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 11. ΙΙ. [[πρᾶξις]] ἀπάτης ἢ ἐξαπατήσεως, [[τέχνασμα]] ἔχον ἰδιοτελεῖς σκοπούς, Δημ. 533. 28., 1218, 29., 1490. 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 10.
|lstext='''πλεονέκτημα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Νόμ. 709C, Δημ. 63. 1., 245. 13, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι, ἐν τοῖς πολέμοις Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 11. ΙΙ. [[πρᾶξις]] ἀπάτης ἢ ἐξαπατήσεως, [[τέχνασμα]] ἔχον ἰδιοτελεῖς σκοπούς, Δημ. 533. 28., 1218, 29., 1490. 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 10.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />supériorité, avantage, ascendant, prééminence.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]].
}}
}}