Anonymous

μάγειρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάγειρος''': [ᾰ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ «μάγειρας», [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ., Βατραχομ. 40, Ἡρόδ. 4. 71, 6. 60, Σοφ. Ἀποσπ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 517, κτλ. ΙΙ. [[κρεουργός]], ὁ σφάζων τὰ πρὸς τροφὴν ζῷα καὶ διαμελίζων αὐτά, [[διότι]] ἐν ἀρχῇ ὁ [[μάγειρος]] ἦτο ἅμα καὶ κρεουργὸς ἢ [[κρεοπώλης]] (προσήκει τὸν μ. κατακόπτειν καὶ ἐκδέρειν Πλάτ. Εὐθύδ. 301D), οὕτω δὲ καὶ ὁ [[Κύκλωψ]] καλεῖται Ἅιδου μ., ὡς ἔχων ἀμφοτέρας τὰς ἰδιότητας, δηλ. τοῦ σφαγέως καὶ μαγείρου, Εὐρ. Κύκλ. 397· πρβλ. Μάχωνα παρ’ Ἀθην. 243F, Πλούτ. 2. 175D. (Ἐκ τῆς √ΜΑΓ, [[μάσσω]], (ὃ ἴδε), [[διότι]] τὸ ἀρτοποιεῖν παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ἦν [[ἔργον]] τοῦ μαγείρου, πρβλ. Πλίν. 18. 28, καὶ ἴδε [[ὀψοποιός]].).
|lstext='''μάγειρος''': [ᾰ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ «μάγειρας», [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ., Βατραχομ. 40, Ἡρόδ. 4. 71, 6. 60, Σοφ. Ἀποσπ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 517, κτλ. ΙΙ. [[κρεουργός]], ὁ σφάζων τὰ πρὸς τροφὴν ζῷα καὶ διαμελίζων αὐτά, [[διότι]] ἐν ἀρχῇ ὁ [[μάγειρος]] ἦτο ἅμα καὶ κρεουργὸς ἢ [[κρεοπώλης]] (προσήκει τὸν μ. κατακόπτειν καὶ ἐκδέρειν Πλάτ. Εὐθύδ. 301D), οὕτω δὲ καὶ ὁ [[Κύκλωψ]] καλεῖται Ἅιδου μ., ὡς ἔχων ἀμφοτέρας τὰς ἰδιότητας, δηλ. τοῦ σφαγέως καὶ μαγείρου, Εὐρ. Κύκλ. 397· πρβλ. Μάχωνα παρ’ Ἀθην. 243F, Πλούτ. 2. 175D. (Ἐκ τῆς √ΜΑΓ, [[μάσσω]], (ὃ ἴδε), [[διότι]] τὸ ἀρτοποιεῖν παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ἦν [[ἔργον]] τοῦ μαγείρου, πρβλ. Πλίν. 18. 28, καὶ ἴδε [[ὀψοποιός]].).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> cuisinier;<br /><b>2</b> boucher.<br />'''Étymologie:''' R. Μαγ, pétrir ; v. [[μάσσω]].
}}
}}