Anonymous

θρύψις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρύψις''': -εως, ἡ, [[θραῦσις]] εἰς μικρὰ τεμάχια, [[σύντριψις]], [[οὔτε]]... εἴη ἂν [[ἄπειρος]] ἡ θρ. Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 20, πρβλ. τὸ π. Ψυχ. 2. 8, 5. ΙΙ. μεταφ., [[μαλακότης]], [[ἀδυναμία]], [[ἀκολασία]], [[ἀσέλγεια]], Ξεν. Κύρ. 8. 8, 16, Πλούτ. ἐν Λυκούργ. 14, Ἀνθ. Π. 8. 166, κτλ.
|lstext='''θρύψις''': -εως, ἡ, [[θραῦσις]] εἰς μικρὰ τεμάχια, [[σύντριψις]], [[οὔτε]]... εἴη ἂν [[ἄπειρος]] ἡ θρ. Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 20, πρβλ. τὸ π. Ψυχ. 2. 8, 5. ΙΙ. μεταφ., [[μαλακότης]], [[ἀδυναμία]], [[ἀκολασία]], [[ἀσέλγεια]], Ξεν. Κύρ. 8. 8, 16, Πλούτ. ἐν Λυκούργ. 14, Ἀνθ. Π. 8. 166, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’énerver ; mollesse, vie molle et efféminée.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]].
}}
}}