Anonymous

φιλόστοργος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόστοργος''': -ον, ([[στέργω]], στοργὴ) ὁ ἀγαπῶν τρυφερῶς, [[μετὰ]] στοργῆς, ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῶν γονέων, τῶν τέκνων καὶ τῶν ἀδελφῶν, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 2, Θεόκρ. 18. 13, κλπ.· ἐπὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 4· ― φ. [[πρός]] τινα ἢ τι Πλούτ. 2. 608C, Αἰλ. π. Ζ. 2. 40· εἴς τινα Ἐπιστ. π. Ρωμ. 10· [[περί]] τινα Πλουτ. Κλεομ. 1· ― τὸ φιλόστοργον = [[φιλοστοργία]], Ξεν. Ἀγησ. 8. 1, Πλούτ., κλπ. ― Ἐπίρρ. -γως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 13· φ. διακεῖσθαι ἢ ἔχειν [[πρός]] τινα Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 6, Πλουτ. Φάβ. 21, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 6, 8· literae φιλ. scriptae, Κικ. πρὸς Ἀττ. 15. 17.
|lstext='''φῐλόστοργος''': -ον, ([[στέργω]], στοργὴ) ὁ ἀγαπῶν τρυφερῶς, [[μετὰ]] στοργῆς, ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῶν γονέων, τῶν τέκνων καὶ τῶν ἀδελφῶν, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 2, Θεόκρ. 18. 13, κλπ.· ἐπὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 4· ― φ. [[πρός]] τινα ἢ τι Πλούτ. 2. 608C, Αἰλ. π. Ζ. 2. 40· εἴς τινα Ἐπιστ. π. Ρωμ. 10· [[περί]] τινα Πλουτ. Κλεομ. 1· ― τὸ φιλόστοργον = [[φιλοστοργία]], Ξεν. Ἀγησ. 8. 1, Πλούτ., κλπ. ― Ἐπίρρ. -γως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 13· φ. διακεῖσθαι ἢ ἔχειν [[πρός]] τινα Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 6, Πλουτ. Φάβ. 21, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 6, 8· literae φιλ. scriptae, Κικ. πρὸς Ἀττ. 15. 17.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime tendrement les siens, plein de tendresse pour les siens ; τὸ φιλόστοργον la tendresse pour les siens;<br /><i>Cp.</i> φιλοστοργότερος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[στοργή]].
}}
}}