Anonymous

μάγευμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάγευμα''': τό, (μᾰγεύω) μαγευτικὸν [[τέχνασμα]], ἢ τέχνης μαγευτικῆς [[ἀποτέλεσμα]]· ἐν τῷ πληθ., θέλγητρα, [[μαγεία]], [[ἀπάτη]] μαγική, Εὐρ. Ἱκέτ. 1110· - ἐπὶ τροφῆς ἐντέχνως παρεσκευασμένης, Πλούτ. 2. 752Β.
|lstext='''μάγευμα''': τό, (μᾰγεύω) μαγευτικὸν [[τέχνασμα]], ἢ τέχνης μαγευτικῆς [[ἀποτέλεσμα]]· ἐν τῷ πληθ., θέλγητρα, [[μαγεία]], [[ἀπάτη]] μαγική, Εὐρ. Ἱκέτ. 1110· - ἐπὶ τροφῆς ἐντέχνως παρεσκευασμένης, Πλούτ. 2. 752Β.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />charme magique, sortilège.<br />'''Étymologie:''' [[μαγεύω]].
}}
}}