3,277,121
edits
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταμάρπτω''': [[καταλαμβάνω]], [[φθάνω]] τρέχων, Λατ. deprehendo, ὥς κεν ἔμ’ [[ἔντοσθε]] πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Ἰλ. Ζ. 364· ἰδίως καταπιάνω, (προ)[[φθάνω]] τινὰ φεύγοντα καὶ [[μετὰ]] τοῦ προσδ. διώκων, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων Ε. 65, πρβλ. Π. 598· [[ἐπεὶ]] κατὰ [[γῆρας]] ἔμαρψεν Ὀδ. Ω. 390· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεόγν. 207, Πινδ. Ο. 6. 22, Ν. 3. 60, Ι. 5. 57, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 17· ἡ [[λέξις]] ποιητ. καὶ Ἰωνική, οἱ Αἰολ. ἔχουσι τὸν τύπ. καμμάρπτω. | |lstext='''καταμάρπτω''': [[καταλαμβάνω]], [[φθάνω]] τρέχων, Λατ. deprehendo, ὥς κεν ἔμ’ [[ἔντοσθε]] πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Ἰλ. Ζ. 364· ἰδίως καταπιάνω, (προ)[[φθάνω]] τινὰ φεύγοντα καὶ [[μετὰ]] τοῦ προσδ. διώκων, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων Ε. 65, πρβλ. Π. 598· [[ἐπεὶ]] κατὰ [[γῆρας]] ἔμαρψεν Ὀδ. Ω. 390· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεόγν. 207, Πινδ. Ο. 6. 22, Ν. 3. 60, Ι. 5. 57, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 17· ἡ [[λέξις]] ποιητ. καὶ Ἰωνική, οἱ Αἰολ. ἔχουσι τὸν τύπ. καμμάρπτω. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=saisir ; <i>particul.</i> atteindre à la course, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μάρπτω]]. | |||
}} | }} |