Anonymous

καταμάρπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμάρπτω''': [[καταλαμβάνω]], [[φθάνω]] τρέχων, Λατ. deprehendo, ὥς κεν ἔμ’ [[ἔντοσθε]] πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Ἰλ. Ζ. 364· ἰδίως καταπιάνω, (προ)[[φθάνω]] τινὰ φεύγοντα καὶ [[μετὰ]] τοῦ προσδ. διώκων, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων Ε. 65, πρβλ. Π. 598· [[ἐπεὶ]] κατὰ [[γῆρας]] ἔμαρψεν Ὀδ. Ω. 390· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεόγν. 207, Πινδ. Ο. 6. 22, Ν. 3. 60, Ι. 5. 57, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 17· ἡ [[λέξις]] ποιητ. καὶ Ἰωνική, οἱ Αἰολ. ἔχουσι τὸν τύπ. καμμάρπτω.
|lstext='''καταμάρπτω''': [[καταλαμβάνω]], [[φθάνω]] τρέχων, Λατ. deprehendo, ὥς κεν ἔμ’ [[ἔντοσθε]] πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Ἰλ. Ζ. 364· ἰδίως καταπιάνω, (προ)[[φθάνω]] τινὰ φεύγοντα καὶ [[μετὰ]] τοῦ προσδ. διώκων, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων Ε. 65, πρβλ. Π. 598· [[ἐπεὶ]] κατὰ [[γῆρας]] ἔμαρψεν Ὀδ. Ω. 390· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεόγν. 207, Πινδ. Ο. 6. 22, Ν. 3. 60, Ι. 5. 57, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 17· ἡ [[λέξις]] ποιητ. καὶ Ἰωνική, οἱ Αἰολ. ἔχουσι τὸν τύπ. καμμάρπτω.
}}
{{bailly
|btext=saisir ; <i>particul.</i> atteindre à la course, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μάρπτω]].
}}
}}