Anonymous

συνεξαιρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεξαιρέω''': [[ἐξάγω]] [[ὁμοῦ]], [[συνεκβάλλω]], [[συνεξελέειν]] ὑμῖν τὸ [[θηρίον]] ἐκ τῆς χώρης Ἡρόδ. 1. 36. ― Μέσ., συμφόνευε καὶ συνεξαίρει δόμων Εὐρ. Ἴων 1044· σ. τὸ διανοεῖσθαι, ἀφαιρῶ ὁμοίως, Ξεν. Κυν. 5, 28. 2) βοηθῶ εἰς κατάληψιν ἤ κυρίευσιν, συγκυριεύω, σ. τινι πόλιν Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 12· μετά τινος· Αἰσχίν. 32. 28· οὕτω, σ. δορὶ Εὐρ. Ἴων 61· Φρύγας ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 24· Τροίαν Ἰσοκρ. 192C. ΙΙ. διασώζω, ἀπολυτρώνω [[ὁμοῦ]], Πολύβ. 5. 11, 5.
|lstext='''συνεξαιρέω''': [[ἐξάγω]] [[ὁμοῦ]], [[συνεκβάλλω]], [[συνεξελέειν]] ὑμῖν τὸ [[θηρίον]] ἐκ τῆς χώρης Ἡρόδ. 1. 36. ― Μέσ., συμφόνευε καὶ συνεξαίρει δόμων Εὐρ. Ἴων 1044· σ. τὸ διανοεῖσθαι, ἀφαιρῶ ὁμοίως, Ξεν. Κυν. 5, 28. 2) βοηθῶ εἰς κατάληψιν ἤ κυρίευσιν, συγκυριεύω, σ. τινι πόλιν Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 12· μετά τινος· Αἰσχίν. 32. 28· οὕτω, σ. δορὶ Εὐρ. Ἴων 61· Φρύγας ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 24· Τροίαν Ἰσοκρ. 192C. ΙΙ. διασώζω, ἀπολυτρώνω [[ὁμοῦ]], Πολύβ. 5. 11, 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συνεξαιρήσω, <i>ao.2</i> συνεξεῖλον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> aider à faire disparaître;<br /><b>2</b> aider à prendre, à détruire.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξαιρέω]].
}}
}}