Anonymous

μυοφόνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυοφόνος''': -ον, ὁ φονεύων τοὺς μῦς: - μ., ὁ, [[εἶδος]] φυτοῦ ἐκ τῶν ἐννευροκαύλων, θανατηφόρου εἰς τοὺς μῦς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 9, κτλ.
|lstext='''μυοφόνος''': -ον, ὁ φονεύων τοὺς μῦς: - μ., ὁ, [[εἶδος]] φυτοῦ ἐκ τῶν ἐννευροκαύλων, θανατηφόρου εἰς τοὺς μῦς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 9, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tue les rats.<br />'''Étymologie:''' [[μῦς]], [[πεφνεῖν]].
}}
}}