3,273,446
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηλόβοτος''': -ον, ὑπὸ προβάτων νεμόμενος, ἐπίθ. βοσκησίμων χωρῶν, Πινδ. Π. 12. 4, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· Ἴδας ἀνὰ μηλοβότους πρῶνας Βακχυλ. V. 66· τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, νὰ ἀφήσωσι, τὴν χώραν ἔρημον [[ὥστε]] νὰ βόσκωνται πρόβατα ἐν αὐτῇ, Ἰσοκρ. 302C, πρβλ. Διογ. Λ. 6. 87· ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον [[εἶναι]] (δηλ. τὴν Καρχηδόνα) Ἀππ. Ἐμφ. 1. 24, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 103· - μεταφορ., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀφῆκεν Φιλόστρ. 210, πρβλ. 517. | |lstext='''μηλόβοτος''': -ον, ὑπὸ προβάτων νεμόμενος, ἐπίθ. βοσκησίμων χωρῶν, Πινδ. Π. 12. 4, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· Ἴδας ἀνὰ μηλοβότους πρῶνας Βακχυλ. V. 66· τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, νὰ ἀφήσωσι, τὴν χώραν ἔρημον [[ὥστε]] νὰ βόσκωνται πρόβατα ἐν αὐτῇ, Ἰσοκρ. 302C, πρβλ. Διογ. Λ. 6. 87· ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον [[εἶναι]] (δηλ. τὴν Καρχηδόνα) Ἀππ. Ἐμφ. 1. 24, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 103· - μεταφορ., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀφῆκεν Φιλόστρ. 210, πρβλ. 517. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />brouté par les brebis, abandonné en pâturage aux brebis ; désert.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹, [[βόσκω]]. | |||
}} | }} |