Anonymous

ἐπιληΐς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιληΐς''': ΐδος, ἡ, ([[λεία]]) ἡ ληφθείσα ὡς [[λεία]] ἢ λάφυρον, κτηθεῖσα ἐν πολέμῳ, ἐπιληΐδας γὰρ ἔχοιεν τὰς πόλεις Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 23.
|lstext='''ἐπιληΐς''': ΐδος, ἡ, ([[λεία]]) ἡ ληφθείσα ὡς [[λεία]] ἢ λάφυρον, κτηθεῖσα ἐν πολέμῳ, ἐπιληΐδας γὰρ ἔχοιεν τὰς πόλεις Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 23.
}}
{{bailly
|btext=ΐδος<br /><i>adj. f.</i><br />conquise comme butin, <i>càd</i> par le droit de la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λεία]].
}}
}}