Anonymous

διαθορυβέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαθορῠβέω''': καταταράττω, [[φέρω]] εἰς σύγχυσιν, τινα Θουκ. 5. 29, Λουκ. Ἀλ. 31· ἀπολ., [[κάμνω]] μέγαν θόρυβον, Πλούτ. Γάλβ. 18.
|lstext='''διαθορῠβέω''': καταταράττω, [[φέρω]] εἰς σύγχυσιν, τινα Θουκ. 5. 29, Λουκ. Ἀλ. 31· ἀπολ., [[κάμνω]] μέγαν θόρυβον, Πλούτ. Γάλβ. 18.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> troubler profondément, acc.;<br /><b>2</b> faire un grand tumulte.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[θορυβέω]].
}}
}}