Anonymous

τραγίσκος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰγίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[τράγος]], μικρὸς [[τράγος]], Θεόκρ. 5. 141, Ἀνθ. Π. 9. 317· παρ’ Ἡσυχ. [[ὡσαύτως]] τραγίσκιον, «[[ἐξάγω]] χωλὸν τραγίσκιον· παιδιᾶς [[εἶδος]] παρὰ Ταραντίνοις» Ἡσύχ. ΙΙ. θαλάσσιός τις ἰχθύς, σηπίαι ἠδὲ τραγίσκοι Μάρκελλ. Σιδ. 23.
|lstext='''τρᾰγίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[τράγος]], μικρὸς [[τράγος]], Θεόκρ. 5. 141, Ἀνθ. Π. 9. 317· παρ’ Ἡσυχ. [[ὡσαύτως]] τραγίσκιον, «[[ἐξάγω]] χωλὸν τραγίσκιον· παιδιᾶς [[εἶδος]] παρὰ Ταραντίνοις» Ἡσύχ. ΙΙ. θαλάσσιός τις ἰχθύς, σηπίαι ἠδὲ τραγίσκοι Μάρκελλ. Σιδ. 23.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> petit bouc;<br /><b>2</b> sorte de poisson de mer.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]].
}}
}}