Anonymous

ἀνοπαῖα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνοπαῖα''': μόνον ἐν Ὀδ. Α. 320· [[ὄρνις]] δ’ ὥς [[ἀνοπαῖα]] [[διέπτατο]], [[ἔνθα]] [[διαφόρως]] γράφεται καὶ ἑρμηνεύεται. 1) κατὰ τὸν Ἡρωδιαν. παρ’ Εὐστ. [[εἶναι]] ἐπίρρ. (σύνθετον ἐκ τῆς ἀνὰ καὶ *ὄπτομαι) ἀπέπτη [[ἀπαρατήρητος]], [[ἀόρατος]]· ἢ κατὰ τὸν Εὐστ., ἄνω, ἀνωφερές, [[ἐπάνω]] εἰς τὸν ἀέρα, πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐν ᾗ σημασίᾳ ὁ Ἐμπεδ. μετεχειρίσθη τὴν λέξιν, καρπαλίως ἀνόπαιον· πρβλ. Ἀνόπαια, [[ὄνομα]] τῆς διόδου τῆς [[ὑπεράνω]] τῶν Θερμοπυλῶν (Ἡρόδ. 7. 216). 2) κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ., ἀνόπαια ἢ πανόπαια, [[εἶδος]] ἀετοῦ, πρβλ. Ὀδ. Γ. 371. 3) κατὰ τοὺς γραμμ. ἐν τοῖς Ὀξ. Ἀνεκδ. 1. 83, ἀν’ ὀπαῖα (= ἀνὰ ὀπὴν) ἄνω διὰ τῆς ὀπῆς τῆς στέγης ([[ὅθεν]] ὁ καπνὸς ἐξήρχετο), «ὀπή, ὀπαία καὶ ἀνόπαια ἡ καπνοδόχη· [[οὕτως]] Ἀριστοφάνης».
|lstext='''ἀνοπαῖα''': μόνον ἐν Ὀδ. Α. 320· [[ὄρνις]] δ’ ὥς [[ἀνοπαῖα]] [[διέπτατο]], [[ἔνθα]] [[διαφόρως]] γράφεται καὶ ἑρμηνεύεται. 1) κατὰ τὸν Ἡρωδιαν. παρ’ Εὐστ. [[εἶναι]] ἐπίρρ. (σύνθετον ἐκ τῆς ἀνὰ καὶ *ὄπτομαι) ἀπέπτη [[ἀπαρατήρητος]], [[ἀόρατος]]· ἢ κατὰ τὸν Εὐστ., ἄνω, ἀνωφερές, [[ἐπάνω]] εἰς τὸν ἀέρα, πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐν ᾗ σημασίᾳ ὁ Ἐμπεδ. μετεχειρίσθη τὴν λέξιν, καρπαλίως ἀνόπαιον· πρβλ. Ἀνόπαια, [[ὄνομα]] τῆς διόδου τῆς [[ὑπεράνω]] τῶν Θερμοπυλῶν (Ἡρόδ. 7. 216). 2) κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ., ἀνόπαια ἢ πανόπαια, [[εἶδος]] ἀετοῦ, πρβλ. Ὀδ. Γ. 371. 3) κατὰ τοὺς γραμμ. ἐν τοῖς Ὀξ. Ἀνεκδ. 1. 83, ἀν’ ὀπαῖα (= ἀνὰ ὀπὴν) ἄνω διὰ τῆς ὀπῆς τῆς στέγης ([[ὅθεν]] ὁ καπνὸς ἐξήρχετο), «ὀπή, ὀπαία καὶ ἀνόπαια ἡ καπνοδόχη· [[οὕτως]] Ἀριστοφάνης».
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />à perte de vue.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], R. Ὀπ, cf. [[ὄψομαι]].
}}
}}