Anonymous

πυκνός: Difference between revisions

From LSJ
1,448 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυκνός''': -ή, -όν, ποιητικ. [[ὡσαύτως]] πῠκῐνός, ή, όν, ― πυκινὸς [[εἶναι]] ὁ [[συνήθης]] Ἐπικ. [[τύπος]], καὶ πυκνὸς ἐν χρήσει μόνον [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ἐν ᾧ παρ’ Ἀττικοῖς μόνον τὸ πυκνὸς [[εἶναι]] ἐν χρήσει· ― [[μόνος]] ὁ Σοφοκλῆς ἐκ τῶν Τραγικῶν ποιητῶν ἔχει πυκινὸς ἐν λυρικοῖς χωρίοις ἀπαντᾷ δὲ [[ἅπαξ]] καὶ παρὰ Κωμ. (Λυρ.), Εὔβουλος ἐν «Ἴωνι» 1· ― Λακωνικόν τι ὑπερθετ. πουκότατος ἀπαντᾷ ἐν Ἀνθολ. Π. 15. 27· (ἴδε ἐν λέξ. πύξ). ― Συμπεπυκνωμένος, [[πυκνός]], ἀντίθετον τῷ μανός· [[ὅθεν]], 1) ἐπὶ τῆς οὐσίας ἢ τῆς συστάσεως πράγματός τινος, [[πυκνός]], συμπεπυκνωμένος καὶ [[ἑπομένως]] [[στερεός]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μανὸν καὶ ἀραιόν, πυκινὸς θώρηξ Ἰλ. Ο. 529· χλαῖναν πυκνὴν καὶ μεγάλην Ὀδ. Ξ. 521· πυκινὸν [[νέφος]] Ἰλ. Ε. 751· πυκινὸν [[λέχος]], ([[ὅπερ]] δὲν σημαίνει ἰσχυρὰν κλίνην, ἀλλὰ [[καλῶς]] πεπληρωμένην στρωμνήν), Ι. 621, Ὀδ. Η. 340· οὕτω, πυκνὸν καὶ [[μαλακὸν]] Ἰλ. Ξ. 349· [[οὕτως]], ἀντὶ δὲ τῶν πτερύγων (τοῦ θώρακος δηλ.) σπάρτα πυκνὰ ἐστραμμένα Ξεν. Ἀν. 4. 7, 15· πυκνὸν [[ὀστοῦν]] Πλάτ. Τίμ. 75Α, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· σάρκες Πλάτ. Τίμ. 74Ε· χρυσοῦ πυκνότερον [[αὐτόθι]] 59Β· π. [[ἔβενος]] Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 5· [[πλεύμων]] Πλούτ. 2. 698Β· χωρία [[αὐτόθι]] 650D. ΙΙ. ἐπὶ τῶν πραγμάτων ἐκείνων, ὧν τὰ μέρη κεῖνται πλησίον [[ἀλλήλων]] πυκνῶς καὶ συμπαγῶς, Λατ. densus, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀραιὰ καὶ διεσκορπισμένα, πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες Ἰλ. Δ. 281· τῶν δὲ [[στίχες]] [[εἵατο]] πυκναὶ Η. 61, κτλ.· πυκινὸν [[λόχον]] εἷσαν (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 1), Δ. 392, κτλ.· πυκνὰ καρήατα λαῶν, ἐπὶ τῶν πολυαρίθμων κεφαλῶν πλήθους ἀνθρώπων, Λ. 309· πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισι Ν. 133, πρβλ. Ὀδ. 480· σταυροῖσιν πυκινοῖσιν Ἰλ. Ω. 453· σταυροὺς... πυκνοὺς θαμέας Ὀδ. Ξ. 12· περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες, τινάξαντες περὶ σὲ πυκνὰ πτερά· ἀλλὰ κατ’ ἄλλους τὸ πυκνὰ λαμβάνεται ἐπιρρηματικῶς, Ἰλ. Λ. 454· πυκινὰ πτερὰ δεύεται [[ἅλμη]] Ὀδ. Ε. 53, κ. ἀλλ.· [[συχνάκις]] ἐπὶ πυκνοῦ φυλλώματος ἢ πολλῶν δένδρων, ἐπὶ δάσους, ὕλη, [[λόχμη]], θάμνοι, ὄζοι, ῥωπήια, δρυμά, πέταλα, κτλ., Ἰλ. Σ. 320, Ὀδ. Τ. 439, κτλ.· πυκνὰ νέφεα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 551· πυκινοῖσι λίθοισι, μὲ λίθους πυκνῶς κατατεθειμένους, Ἰλ. Π. 212· πυκινοῖσι... βελέεσσι, μὲ πολυάριθμα βέλη, Λ. 576· οὕτω, πυκνῇσιν λιθάδεσσιν Ὀδ. Ξ. 36· τοξεύματα πολλὰ καὶ πυκνὰ Ἡρόδ. 7. 218· πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Αἰσχύλ. Πρ. 678· πεπλεκτανημέναι π. δράκουσιν, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1050· ἐπὶ πολλῆς συνεχῶς πιπτούσης βροχῆς, χιόνος, κλπ., πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος Σοφ. Ἀποσπ. 563· πυκιναῖς δρόσοις ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1208· πυκινῇ νιφάδι Εὐρ. Ἀνδρ. 1129· π. [[ῥόος]], πυκνὸν [[ῥεῦμα]], Ἐμπεδ. 356· π. θρὶξ Ξεν. Κυν. 4, 6· π. τρίχες Πλάτ. Πρωτ. 321Α· δένδρα Ἡρόδ. 4, 22, Ξεν.· τὰ μανὰ καὶ π. κατὰ τὴν φυτείαν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2. 2) ἐπὶ ἐνεργείας [[συχνάκις]] ἐπαναλαμβανομένης, [[συχνός]], [[πολύς]], Λατ. frequens, creber, πυκνοὺς θεοπρόπους ἴαλλε Αἰσχύλ. Πρ. 658· τῶν π. φιλημάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 134· π. ὁδοὺς ἐλθόντα Εὐρ. Τρῳ. 235· ἐν πυκνῷ θεοῦ τροχῷ, ἐπὶ τοῦ συνεχῶς περιστρεφομένου τροχοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 713· π. μεταβολαὶ Ἱππ. π. Ἀέρ. 289· π. [[πνεῦμα]], μετ’ ἀπαρεμφ., ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386· σφυγμὸς π. καὶ [[μανὸς]] Πλούτ. 2. 136F· ἐρωτήμασι πυκνοῖς χρώμενοι Θουκ. 7. 44· ἡ... ἐωθυῖά μοι μαντικὴ... [[πάνυ]] πυκνὴ ἦν Πλάτ. Ἀπολ. 40Α· ἐπιθυμίαι π. τε καὶ σφοδραὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 573Ε· τὰς ἐντεύξεις π. ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 6Β· μετ’ ἀπαρ., πυκνοτέραν ἀφικνεῖσθαι πᾶσιν ἀνθρώποις ποιεῖν τὴν πόλιν, συχνότερον συχναζομένην ὑπό..., Ξεν. Πόροι 5, 1. ΙΙΙ. ἐπὶ τεχνητῆς ἑνότητος, συμπεπηγμένος, συνηρμοσμένος, [[συμπαγής]], [[ἰσχυρός]], [[καλῶς]] κεκλεισμένος, ἠσφαλισμένος, πυκινὸς [[δόμος]], [[χηλός]], θύραι, [[θάλαμος]], κευθμὼν (ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ. 1), Ἰλ. Κ. 267, Ν. 68, Ξ. 167, κτλ· ἀσπὶς ῥινοῖσιν πυκινὴ Ν. 804· [[ἐντεῦθεν]], [[κλειστός]], κεκλεισμένος, κεκρυμμένος, πυκινὸς [[δόλος]] Ζ. 187· καὶ [[ἴσως]] οὕτω λέγεται π. [[λόχος]], ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 1. 2) [[πυκνόν]], τό, μικρὸν [[διάλειμμα]] ἐν τῇ μουσικῇ, Πλούτ. 2. 1135, Ἀριστοξ. Ἁρμ. σ. 24· πρβλ. [[πυκνότης]] Ι. 3, [[βαρύπυκνος]], μεσόπυκνος, [[ὀξύπυκνος]]. IV. [[καθόλου]], ἰσχυρὸς εἰς τὸ εἶδός του, [[πολύς]], [[ὑπέρμετρος]], ἄτη Ἰλ. Ω. 480· μελεδῶναι Ὀδ. Τ. 516· [[ἄχος]] Ἰλ. Π. 599, πρβλ. Ὀδ. Λ. 88, ἴδε κατωτ. Β. Ι. 3· ― ἂν καὶ [[ταῦτα]] δύνανται νὰ ἑρμηνευθῶσι κατὰ μεταφορὰν ἐξ ἐπισκιάζοντος νέφους, ὡς ἐν τῷ [[ἄχος]] πύκασε φρένας Ἰλ. Θ. 124. V. μεταφορ., ἐπὶ τῆς διανοίας, εὐφυής, [[συνετός]], [[σοφός]], πυκιναὶ φρένες Ἰλ. Ξ. 294· [[νόος]] Ο. 461· μήδεα Γ. 208· βουλὴ Β. 55· ἐφετμὴ Σ. 216· [[μῦθος]] Ὀδ. Γ. 23· [[ἔπος]] Ἰλ. Λ. 788· [[θυμός]], βουλαὶ Πινδ. Π. 4. 130., Ι. 7 (6), 11· φρὴν Εὐρ. Ι. Α. 67· μήτιδι πυκνῇ Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζογράφοις πυκνὴ [[διάνοια]] Πλάτ. Πολ. 568Α· τὸ [[πυκνόν]], τὸ σύντομον καὶ περιεκτικὸν [[ὕφος]], Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐφυής, [[ἔξυπνος]], [[συνετός]], [[πανοῦργος]], «τετραπέρατος», [[Σίσυφος]] πυκνότατος παλάμαις Πινδ. Ο. 13. 73· [[κύων]] ἑρπετὸν πυκινώτατον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 73· πυκινοί, οἱ συνετοί, Σοφ. Φιλ. 854· πυκνότατον [[κίναδος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 429· [[ἄνθρωπος]] πυκνὸς καὶ σοφὸς Κριτίας 9. 12· Βρισηὶς πυκινὴ Συλλ. Ἐπιγρ. 815. Β. Ἐπίρρ. πυκινῶς, καὶ μεθ’ Ὅμ. πυκνῶς, θύραι ἢ σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι, [[καλῶς]] ἢ στερεῶς κεκλεισμέναι, Ἰλ. Ι. 475, Ὀδ. Β. 344, κτλ. 2) [[παραπολύ]], συνεχῶς, πολύ, [[μεγάλως]], [[λίαν]] (ἴδε ἀνωτ. IV), πυκινῶς ἀκαχήμενος [[ἦτορ]] Ἰλ. Τ. 312, Ὀδ. Τ. 95, κ. ἀλλ.· οὕτω, Ξεν. Κυν. 6, 22. 3) εὐφυῶς, μετ’ εὐφυΐας, πανούργως, π. ὑποθήσομαι Ἰλ. Φ. 293, Ὀδ. Α. 279· πυκνῶς ἀνευρεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 438. ΙΙ. ὁ Ὅμ. ὁμοίως χρῆται τοῖς οὐδετέροις πυκνὸν καὶ πυκνά, πυκινὸν καὶ πυκινὰ ἀντὶ ἐπιρρημάτων, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ πολύ, [[λίαν]], [[συχνάκις]], πήρην πυκνὰ ῥωγαλέην, [[λίαν]] διεσχισμένην, πλήρη ῥωγμῶν καὶ ὀπῶν, Ὀδ. Ν. 438, Ρ. 198· πυκινόν περ ἀχεύων Ὀδ. Λ. 88· οὕτω, [[τέττιξ]]... καταχεύετ’ ἀοιδὴν πυκνὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πυκινὰ ἐκπίπτει ὁ [[ὦμος]] Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 780· παρὰ τοῖς πεζογράφοις, πυκνὰ ἀποβλέπειν Πλάτ. Πολ. 501Β· π. μεταστρέφεσθαι Ξεν. Ἀναβ. 5. 9, 8· πυκνὸν ἀναπνεῖν Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 18· πυκνότερον ἰέναι, παρέρχεσθαι Πλάτ. Πολ. 328D, Δημ. 1035. 14· πυκνότερα (διάφορ. γραφ. -ρον) ἐπάγειν Πλάτ. Κρατ. 420D· ὑπερθ. πυκνότατα Ξεν. Ἱππ. 11, 11. 2) πυκνὰ φρονεῖν (ἴδε ἀνωτ. V.) Ὀδ. Ι. 445. ΙΙΙ. [[τέλος]] ὁ Ὅμηρ. χρῆται τῷ ποιητικῷ ἐπιρρ. πύκα [υυ], [[ὥσπερ]] ἐξ ἐπιθέτου πύκος, πυκνῶς, στερεῶς, [[θάλαμος]], [[δόμος]] πύκα ποιητὸς Ὀδ. Α. 436., Χ. 455· σάκεος π. ποιητοῖο Ἰλ. Σ. 608, κτλ.· Λυκίων π. θωρηκτάων Μ. 317, κτλ.· πύλαι π. στιβαρῶς ἀραρυῖαι [[αὐτόθι]] 454. 2) πύκα βάλλετο, μὲ βέλη πυκνῶς ῥιπτόμενα, Ι. 588. 3) συνετῶς, π. φρονεῖν Ι. 554., Ξ. 217· τρέφειν, [[μετὰ]] προσοχῆς, ἐπιμελῶς, Ε. 70.
|lstext='''πυκνός''': -ή, -όν, ποιητικ. [[ὡσαύτως]] πῠκῐνός, ή, όν, ― πυκινὸς [[εἶναι]] ὁ [[συνήθης]] Ἐπικ. [[τύπος]], καὶ πυκνὸς ἐν χρήσει μόνον [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ἐν ᾧ παρ’ Ἀττικοῖς μόνον τὸ πυκνὸς [[εἶναι]] ἐν χρήσει· ― [[μόνος]] ὁ Σοφοκλῆς ἐκ τῶν Τραγικῶν ποιητῶν ἔχει πυκινὸς ἐν λυρικοῖς χωρίοις ἀπαντᾷ δὲ [[ἅπαξ]] καὶ παρὰ Κωμ. (Λυρ.), Εὔβουλος ἐν «Ἴωνι» 1· ― Λακωνικόν τι ὑπερθετ. πουκότατος ἀπαντᾷ ἐν Ἀνθολ. Π. 15. 27· (ἴδε ἐν λέξ. πύξ). ― Συμπεπυκνωμένος, [[πυκνός]], ἀντίθετον τῷ μανός· [[ὅθεν]], 1) ἐπὶ τῆς οὐσίας ἢ τῆς συστάσεως πράγματός τινος, [[πυκνός]], συμπεπυκνωμένος καὶ [[ἑπομένως]] [[στερεός]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μανὸν καὶ ἀραιόν, πυκινὸς θώρηξ Ἰλ. Ο. 529· χλαῖναν πυκνὴν καὶ μεγάλην Ὀδ. Ξ. 521· πυκινὸν [[νέφος]] Ἰλ. Ε. 751· πυκινὸν [[λέχος]], ([[ὅπερ]] δὲν σημαίνει ἰσχυρὰν κλίνην, ἀλλὰ [[καλῶς]] πεπληρωμένην στρωμνήν), Ι. 621, Ὀδ. Η. 340· οὕτω, πυκνὸν καὶ [[μαλακὸν]] Ἰλ. Ξ. 349· [[οὕτως]], ἀντὶ δὲ τῶν πτερύγων (τοῦ θώρακος δηλ.) σπάρτα πυκνὰ ἐστραμμένα Ξεν. Ἀν. 4. 7, 15· πυκνὸν [[ὀστοῦν]] Πλάτ. Τίμ. 75Α, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· σάρκες Πλάτ. Τίμ. 74Ε· χρυσοῦ πυκνότερον [[αὐτόθι]] 59Β· π. [[ἔβενος]] Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 5· [[πλεύμων]] Πλούτ. 2. 698Β· χωρία [[αὐτόθι]] 650D. ΙΙ. ἐπὶ τῶν πραγμάτων ἐκείνων, ὧν τὰ μέρη κεῖνται πλησίον [[ἀλλήλων]] πυκνῶς καὶ συμπαγῶς, Λατ. densus, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀραιὰ καὶ διεσκορπισμένα, πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες Ἰλ. Δ. 281· τῶν δὲ [[στίχες]] [[εἵατο]] πυκναὶ Η. 61, κτλ.· πυκινὸν [[λόχον]] εἷσαν (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 1), Δ. 392, κτλ.· πυκνὰ καρήατα λαῶν, ἐπὶ τῶν πολυαρίθμων κεφαλῶν πλήθους ἀνθρώπων, Λ. 309· πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισι Ν. 133, πρβλ. Ὀδ. 480· σταυροῖσιν πυκινοῖσιν Ἰλ. Ω. 453· σταυροὺς... πυκνοὺς θαμέας Ὀδ. Ξ. 12· περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες, τινάξαντες περὶ σὲ πυκνὰ πτερά· ἀλλὰ κατ’ ἄλλους τὸ πυκνὰ λαμβάνεται ἐπιρρηματικῶς, Ἰλ. Λ. 454· πυκινὰ πτερὰ δεύεται [[ἅλμη]] Ὀδ. Ε. 53, κ. ἀλλ.· [[συχνάκις]] ἐπὶ πυκνοῦ φυλλώματος ἢ πολλῶν δένδρων, ἐπὶ δάσους, ὕλη, [[λόχμη]], θάμνοι, ὄζοι, ῥωπήια, δρυμά, πέταλα, κτλ., Ἰλ. Σ. 320, Ὀδ. Τ. 439, κτλ.· πυκνὰ νέφεα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 551· πυκινοῖσι λίθοισι, μὲ λίθους πυκνῶς κατατεθειμένους, Ἰλ. Π. 212· πυκινοῖσι... βελέεσσι, μὲ πολυάριθμα βέλη, Λ. 576· οὕτω, πυκνῇσιν λιθάδεσσιν Ὀδ. Ξ. 36· τοξεύματα πολλὰ καὶ πυκνὰ Ἡρόδ. 7. 218· πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Αἰσχύλ. Πρ. 678· πεπλεκτανημέναι π. δράκουσιν, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1050· ἐπὶ πολλῆς συνεχῶς πιπτούσης βροχῆς, χιόνος, κλπ., πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος Σοφ. Ἀποσπ. 563· πυκιναῖς δρόσοις ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1208· πυκινῇ νιφάδι Εὐρ. Ἀνδρ. 1129· π. [[ῥόος]], πυκνὸν [[ῥεῦμα]], Ἐμπεδ. 356· π. θρὶξ Ξεν. Κυν. 4, 6· π. τρίχες Πλάτ. Πρωτ. 321Α· δένδρα Ἡρόδ. 4, 22, Ξεν.· τὰ μανὰ καὶ π. κατὰ τὴν φυτείαν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2. 2) ἐπὶ ἐνεργείας [[συχνάκις]] ἐπαναλαμβανομένης, [[συχνός]], [[πολύς]], Λατ. frequens, creber, πυκνοὺς θεοπρόπους ἴαλλε Αἰσχύλ. Πρ. 658· τῶν π. φιλημάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 134· π. ὁδοὺς ἐλθόντα Εὐρ. Τρῳ. 235· ἐν πυκνῷ θεοῦ τροχῷ, ἐπὶ τοῦ συνεχῶς περιστρεφομένου τροχοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 713· π. μεταβολαὶ Ἱππ. π. Ἀέρ. 289· π. [[πνεῦμα]], μετ’ ἀπαρεμφ., ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386· σφυγμὸς π. καὶ [[μανὸς]] Πλούτ. 2. 136F· ἐρωτήμασι πυκνοῖς χρώμενοι Θουκ. 7. 44· ἡ... ἐωθυῖά μοι μαντικὴ... [[πάνυ]] πυκνὴ ἦν Πλάτ. Ἀπολ. 40Α· ἐπιθυμίαι π. τε καὶ σφοδραὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 573Ε· τὰς ἐντεύξεις π. ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 6Β· μετ’ ἀπαρ., πυκνοτέραν ἀφικνεῖσθαι πᾶσιν ἀνθρώποις ποιεῖν τὴν πόλιν, συχνότερον συχναζομένην ὑπό..., Ξεν. Πόροι 5, 1. ΙΙΙ. ἐπὶ τεχνητῆς ἑνότητος, συμπεπηγμένος, συνηρμοσμένος, [[συμπαγής]], [[ἰσχυρός]], [[καλῶς]] κεκλεισμένος, ἠσφαλισμένος, πυκινὸς [[δόμος]], [[χηλός]], θύραι, [[θάλαμος]], κευθμὼν (ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ. 1), Ἰλ. Κ. 267, Ν. 68, Ξ. 167, κτλ· ἀσπὶς ῥινοῖσιν πυκινὴ Ν. 804· [[ἐντεῦθεν]], [[κλειστός]], κεκλεισμένος, κεκρυμμένος, πυκινὸς [[δόλος]] Ζ. 187· καὶ [[ἴσως]] οὕτω λέγεται π. [[λόχος]], ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 1. 2) [[πυκνόν]], τό, μικρὸν [[διάλειμμα]] ἐν τῇ μουσικῇ, Πλούτ. 2. 1135, Ἀριστοξ. Ἁρμ. σ. 24· πρβλ. [[πυκνότης]] Ι. 3, [[βαρύπυκνος]], μεσόπυκνος, [[ὀξύπυκνος]]. IV. [[καθόλου]], ἰσχυρὸς εἰς τὸ εἶδός του, [[πολύς]], [[ὑπέρμετρος]], ἄτη Ἰλ. Ω. 480· μελεδῶναι Ὀδ. Τ. 516· [[ἄχος]] Ἰλ. Π. 599, πρβλ. Ὀδ. Λ. 88, ἴδε κατωτ. Β. Ι. 3· ― ἂν καὶ [[ταῦτα]] δύνανται νὰ ἑρμηνευθῶσι κατὰ μεταφορὰν ἐξ ἐπισκιάζοντος νέφους, ὡς ἐν τῷ [[ἄχος]] πύκασε φρένας Ἰλ. Θ. 124. V. μεταφορ., ἐπὶ τῆς διανοίας, εὐφυής, [[συνετός]], [[σοφός]], πυκιναὶ φρένες Ἰλ. Ξ. 294· [[νόος]] Ο. 461· μήδεα Γ. 208· βουλὴ Β. 55· ἐφετμὴ Σ. 216· [[μῦθος]] Ὀδ. Γ. 23· [[ἔπος]] Ἰλ. Λ. 788· [[θυμός]], βουλαὶ Πινδ. Π. 4. 130., Ι. 7 (6), 11· φρὴν Εὐρ. Ι. Α. 67· μήτιδι πυκνῇ Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζογράφοις πυκνὴ [[διάνοια]] Πλάτ. Πολ. 568Α· τὸ [[πυκνόν]], τὸ σύντομον καὶ περιεκτικὸν [[ὕφος]], Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐφυής, [[ἔξυπνος]], [[συνετός]], [[πανοῦργος]], «τετραπέρατος», [[Σίσυφος]] πυκνότατος παλάμαις Πινδ. Ο. 13. 73· [[κύων]] ἑρπετὸν πυκινώτατον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 73· πυκινοί, οἱ συνετοί, Σοφ. Φιλ. 854· πυκνότατον [[κίναδος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 429· [[ἄνθρωπος]] πυκνὸς καὶ σοφὸς Κριτίας 9. 12· Βρισηὶς πυκινὴ Συλλ. Ἐπιγρ. 815. Β. Ἐπίρρ. πυκινῶς, καὶ μεθ’ Ὅμ. πυκνῶς, θύραι ἢ σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι, [[καλῶς]] ἢ στερεῶς κεκλεισμέναι, Ἰλ. Ι. 475, Ὀδ. Β. 344, κτλ. 2) [[παραπολύ]], συνεχῶς, πολύ, [[μεγάλως]], [[λίαν]] (ἴδε ἀνωτ. IV), πυκινῶς ἀκαχήμενος [[ἦτορ]] Ἰλ. Τ. 312, Ὀδ. Τ. 95, κ. ἀλλ.· οὕτω, Ξεν. Κυν. 6, 22. 3) εὐφυῶς, μετ’ εὐφυΐας, πανούργως, π. ὑποθήσομαι Ἰλ. Φ. 293, Ὀδ. Α. 279· πυκνῶς ἀνευρεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 438. ΙΙ. ὁ Ὅμ. ὁμοίως χρῆται τοῖς οὐδετέροις πυκνὸν καὶ πυκνά, πυκινὸν καὶ πυκινὰ ἀντὶ ἐπιρρημάτων, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ πολύ, [[λίαν]], [[συχνάκις]], πήρην πυκνὰ ῥωγαλέην, [[λίαν]] διεσχισμένην, πλήρη ῥωγμῶν καὶ ὀπῶν, Ὀδ. Ν. 438, Ρ. 198· πυκινόν περ ἀχεύων Ὀδ. Λ. 88· οὕτω, [[τέττιξ]]... καταχεύετ’ ἀοιδὴν πυκνὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πυκινὰ ἐκπίπτει ὁ [[ὦμος]] Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 780· παρὰ τοῖς πεζογράφοις, πυκνὰ ἀποβλέπειν Πλάτ. Πολ. 501Β· π. μεταστρέφεσθαι Ξεν. Ἀναβ. 5. 9, 8· πυκνὸν ἀναπνεῖν Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 18· πυκνότερον ἰέναι, παρέρχεσθαι Πλάτ. Πολ. 328D, Δημ. 1035. 14· πυκνότερα (διάφορ. γραφ. -ρον) ἐπάγειν Πλάτ. Κρατ. 420D· ὑπερθ. πυκνότατα Ξεν. Ἱππ. 11, 11. 2) πυκνὰ φρονεῖν (ἴδε ἀνωτ. V.) Ὀδ. Ι. 445. ΙΙΙ. [[τέλος]] ὁ Ὅμηρ. χρῆται τῷ ποιητικῷ ἐπιρρ. πύκα [υυ], [[ὥσπερ]] ἐξ ἐπιθέτου πύκος, πυκνῶς, στερεῶς, [[θάλαμος]], [[δόμος]] πύκα ποιητὸς Ὀδ. Α. 436., Χ. 455· σάκεος π. ποιητοῖο Ἰλ. Σ. 608, κτλ.· Λυκίων π. θωρηκτάων Μ. 317, κτλ.· πύλαι π. στιβαρῶς ἀραρυῖαι [[αὐτόθι]] 454. 2) πύκα βάλλετο, μὲ βέλη πυκνῶς ῥιπτόμενα, Ι. 588. 3) συνετῶς, π. φρονεῖν Ι. 554., Ξ. 217· τρέφειν, [[μετὰ]] προσοχῆς, ἐπιμελῶς, Ε. 70.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> dru, serré :<br /><b>1</b> dru, serré : [[στίχες]] πυκναί IL rangs pressés ; πυκνὴ [[φάλαγξ]] XÉN troupe serrée ; πυκνοὶ ἀλλήλοισι IL, OD serrés les uns contre les autres ; πυκνὰ πτερά IL, OD ailes dont le plumage est serré;<br /><b>2</b> épais : πυκνὴ [[θρίξ]], crinière <i>ou</i> chevelure épaisse;<br /><b>3</b> dense, compact <i>en parl. de l’air</i> ; d’une trame solide, d’un tissu serré, <i>càd</i> solide;<br /><b>4</b> solidement joint, étroitement fermé;<br /><b>5</b> <i>fig.</i> consistant, fort ; <i>adv.</i> • πυκνὰ [[μάλα]] στενάχων IL gémissant fortement;<br /><b>6</b> <i>fig. en parl. de l’intelligence</i> réfléchi, avisé, sage : πυκνὰ [[μήδεα]] IL pensées sages, prudentes, avisées;<br /><b>II.</b> (au sens partitif) fréquent, qui se succède sans interruption : πυκναὶ λιθάδες OD nombreuses pierres lancées ; πυκνὸς [[κροτησμός]] ESCHL applaudissements répétés ; πυκνὸς [[σφυγμός]] PLUT pouls fréquent ; • <i>adv.</i> πῄρη πυκνὰ ῥωγαλέη OD besace qui a déchirure sur déchirure ; πυκνὸν ἀναπνεῖν ARSTT avoir une respiration fréquente;<br /><i>Cp.</i> πυκνότερος, <i>Sp.</i> πυκνότατος.<br />'''Étymologie:''' p. [[πυκινός]].
}}
}}