Anonymous

μέμφομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέμφομαι''': μέλλ. μέμψομαι: ἀόρ. ἐμέμφθην Ἡρόδ. 1. 77., 3. 13, Πίνδ., [[ὡσαύτως]] Εὐρ. Ἱππ. 1402, Ἑλ. 31, 463, 637, Θουκ. 4. 85· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. συνήθως ἐμεμψάμην, [[ὅπερ]] [[ὅμως]] εὕρηται καὶ παρὰ Μιμνέρμῳ 13. 5, Ἡρόδ. 2. 24., 8. 106· - τὸν ἐνεστ. μεταχειρίζεται ἐπὶ παθητ. σημασ. ὁ Διογ. Λ. 6. 47· καὶ τὸν μέλλ. μεμφθήσομαι ὁ Μένανδρ. (Κωμικ. Ἀποσπ. 4, σ. 337)· ἐνεργητικὸς δέ τις ἀόρ. μέμψας εὕρηται μόνον παρ’ Αἰσώπ. 132. (Ἐντεῦθεν [[μέμψις]], [[μομφή]], [[μόμφος]], κτλ.: τὸ μῶμος φαίνεται [[ὡσαύτως]] συγγενές). Μέμφομαι, [[ψέγω]], κατηγορῶ, [[εὑρίσκω]] [[σφάλμα]] εἴς τινα, πρῶτον παρ’ Ἡσιόδ. (ἂν καὶ παρ’ Ὁμ. ἀπαντᾷ τὸ [[ἐπιμέμφομαι]]): - Συντάσσεται: 1) μετ’ αἰτ. προσ., μέμψονται δ’ ἄρα τοὺς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 184, πρβλ. Θέογν. 795, 871, [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 7. 94, Ἡροδ. καὶ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 1036, Σοφ. Ἠλ. 384, κτλ.· μ. τὸν θέντα τὸν νόμον Ἀνδοκ. 29. 13· μ. τινὰ πρὸς τοὺς φίλους Ξεν. Οἰκ. 11, 23· μ. τινα εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 6, 30· οὕτω, β) μετ’ αἰτ. πράγμ., μ. τὴν γνώμην, τὰ δῶρα Ἡρόδ. 1. 207., 3. 13, κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]], μ. τι κατά τι, ψέγειν τι ὡς [[πρός]] τι, Ἡρόδ. 1. 91, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 6, 39. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσώπ. καὶ αἰτ. πράγμ., καταλογίζω τι εἴς τινα ὡς ἄξιον λόγου, [[κατακρίνω]] αὐτὸν δι’ αὐτό, Λατιν. exprobrare ἢ objicere alicui, Ἡρόδ. 3. 4., 4. 180, Ἀριστοφ. Νεφ. 525, Ὄρν. 137, Θουκ. 1. 143, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰ., μέμψιν μ. τῷ Λοξίᾳ Ἀριστοφ. Πλ. 10, κτλ.· [[ὡσαύτως]], μ. τινι ὅτι..., Ἡρόδ. 6. 92., 9. 6· ὡς..., Πλάτ. Φαῖδρ. 234Β· [[οὕνεκα]]..., Εὐρ. Ἑλ. 31· εἰ..., Θουκ. 4. 85· - [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ πράγμ., τοῦδ’ ἂν [[οὐδείς]]... μέμψαιτό μοι Αἰσχύλ. Πρ. 63· οὔποτ’ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτων μέμψει ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 652· [[μετὰ]] γεν. προσ. καὶ αἰτ. πράγμ., ὃ [[μάλιστα]] μέμφονται ἡμῶν, διὰ τὸ ὁποῖον πρὸ πάντων μᾶς μέμφονται, Θουκ. 1. 84. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσ. μόνον, [[εὑρίσκω]], ἐλλείψεις ἢ σφάλματα εἴς τινα, Αἰσχύλ. Θήβ. 560, πρβλ. Πρ. 63, Τρ. Σοφ. 470, Εὐρ. Ὀρ. 285, Ι. Α. 899, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 20· προστιθεμένης μετοχ., μ. ἡμῖν λογισαμένοις Λουκ. Χαρίδημ. 20. 4) [[μετὰ]] γεν. πράγμ. μόνον, παραπονοῦμαι διά τι, οὐ μάχης... μέμψει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 3· εἴ τι μέμφει τῆς ἐμῆς ἀπουσίας Εὐρ. Ἑκ. 962· [[τιμῆς]] ἐμέμφθη, διὰ τὴν [παρημελημένην] τιμήν της, (πρβλ. εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται Ἰλ. Α. 93), Εὐρ. Ἱππ. 1402· μ. τῶν γεγενημένων Θουκ. 8. 109. 5) μετ’ ἀπαρ. [[μετὰ]] τοῦ μὴ πλεοναστικῶς, [[οὔτε]] τοὺς μεμφομένους μὴ [[πολλάκις]] περὶ τῶν μεγίστων βουλεύεσθαι ἐπαινῶ Θουκ. 3, 42. 6) ἀπολύτως, [[εὑρίσκω]] σφάλματα, παραπονοῦμαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 137.
|lstext='''μέμφομαι''': μέλλ. μέμψομαι: ἀόρ. ἐμέμφθην Ἡρόδ. 1. 77., 3. 13, Πίνδ., [[ὡσαύτως]] Εὐρ. Ἱππ. 1402, Ἑλ. 31, 463, 637, Θουκ. 4. 85· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. συνήθως ἐμεμψάμην, [[ὅπερ]] [[ὅμως]] εὕρηται καὶ παρὰ Μιμνέρμῳ 13. 5, Ἡρόδ. 2. 24., 8. 106· - τὸν ἐνεστ. μεταχειρίζεται ἐπὶ παθητ. σημασ. ὁ Διογ. Λ. 6. 47· καὶ τὸν μέλλ. μεμφθήσομαι ὁ Μένανδρ. (Κωμικ. Ἀποσπ. 4, σ. 337)· ἐνεργητικὸς δέ τις ἀόρ. μέμψας εὕρηται μόνον παρ’ Αἰσώπ. 132. (Ἐντεῦθεν [[μέμψις]], [[μομφή]], [[μόμφος]], κτλ.: τὸ μῶμος φαίνεται [[ὡσαύτως]] συγγενές). Μέμφομαι, [[ψέγω]], κατηγορῶ, [[εὑρίσκω]] [[σφάλμα]] εἴς τινα, πρῶτον παρ’ Ἡσιόδ. (ἂν καὶ παρ’ Ὁμ. ἀπαντᾷ τὸ [[ἐπιμέμφομαι]]): - Συντάσσεται: 1) μετ’ αἰτ. προσ., μέμψονται δ’ ἄρα τοὺς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 184, πρβλ. Θέογν. 795, 871, [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 7. 94, Ἡροδ. καὶ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 1036, Σοφ. Ἠλ. 384, κτλ.· μ. τὸν θέντα τὸν νόμον Ἀνδοκ. 29. 13· μ. τινὰ πρὸς τοὺς φίλους Ξεν. Οἰκ. 11, 23· μ. τινα εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 6, 30· οὕτω, β) μετ’ αἰτ. πράγμ., μ. τὴν γνώμην, τὰ δῶρα Ἡρόδ. 1. 207., 3. 13, κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]], μ. τι κατά τι, ψέγειν τι ὡς [[πρός]] τι, Ἡρόδ. 1. 91, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 6, 39. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσώπ. καὶ αἰτ. πράγμ., καταλογίζω τι εἴς τινα ὡς ἄξιον λόγου, [[κατακρίνω]] αὐτὸν δι’ αὐτό, Λατιν. exprobrare ἢ objicere alicui, Ἡρόδ. 3. 4., 4. 180, Ἀριστοφ. Νεφ. 525, Ὄρν. 137, Θουκ. 1. 143, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰ., μέμψιν μ. τῷ Λοξίᾳ Ἀριστοφ. Πλ. 10, κτλ.· [[ὡσαύτως]], μ. τινι ὅτι..., Ἡρόδ. 6. 92., 9. 6· ὡς..., Πλάτ. Φαῖδρ. 234Β· [[οὕνεκα]]..., Εὐρ. Ἑλ. 31· εἰ..., Θουκ. 4. 85· - [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ πράγμ., τοῦδ’ ἂν [[οὐδείς]]... μέμψαιτό μοι Αἰσχύλ. Πρ. 63· οὔποτ’ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτων μέμψει ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 652· [[μετὰ]] γεν. προσ. καὶ αἰτ. πράγμ., ὃ [[μάλιστα]] μέμφονται ἡμῶν, διὰ τὸ ὁποῖον πρὸ πάντων μᾶς μέμφονται, Θουκ. 1. 84. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσ. μόνον, [[εὑρίσκω]], ἐλλείψεις ἢ σφάλματα εἴς τινα, Αἰσχύλ. Θήβ. 560, πρβλ. Πρ. 63, Τρ. Σοφ. 470, Εὐρ. Ὀρ. 285, Ι. Α. 899, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 20· προστιθεμένης μετοχ., μ. ἡμῖν λογισαμένοις Λουκ. Χαρίδημ. 20. 4) [[μετὰ]] γεν. πράγμ. μόνον, παραπονοῦμαι διά τι, οὐ μάχης... μέμψει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 3· εἴ τι μέμφει τῆς ἐμῆς ἀπουσίας Εὐρ. Ἑκ. 962· [[τιμῆς]] ἐμέμφθη, διὰ τὴν [παρημελημένην] τιμήν της, (πρβλ. εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται Ἰλ. Α. 93), Εὐρ. Ἱππ. 1402· μ. τῶν γεγενημένων Θουκ. 8. 109. 5) μετ’ ἀπαρ. [[μετὰ]] τοῦ μὴ πλεοναστικῶς, [[οὔτε]] τοὺς μεμφομένους μὴ [[πολλάκις]] περὶ τῶν μεγίστων βουλεύεσθαι ἐπαινῶ Θουκ. 3, 42. 6) ἀπολύτως, [[εὑρίσκω]] σφάλματα, παραπονοῦμαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 137.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μέμψομαι, <i>ao.</i> ἐμεμψάμην, <i>ao. Pass. au sens Act.</i> ἐμέμφθην, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> <i>Act.</i> faire des reproches, reprocher, blâmer : τινά <i>ou</i> τινί, qqn ; [[τι]] <i>ou</i> τινός, se plaindre de qch, faire qqe reproche ; τινί μέμψιν δικαίαν μ. AR adresser à qqn un reproche mérité ; [[τι]] μ. τινός, τινί [[τι]], τινί τινος, τινα [[εἴς]] [[τι]], blâmer <i>ou</i> accuser qqn de qch ; τινα [[πρός]] τινα, accuser une personne auprès d’une autre ; τινι [[ὅτι]] <i>ou</i> [[εἰ]], reprocher à qqn <i>ou</i> accuser qqn de ; [[τι]] [[κατά]] [[τι]], trouver à reprendre qch dans qch (dans un dessein, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être blâmé.<br />'''Étymologie:''' R. Μεμφ, blâmer ; cf. [[μῶμος]].
}}
}}