Anonymous

σαρόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰρόω''': [[σαίρω]] ΙΙ, σαρώνω, σκουπίζω, [[καθαρίζω]], τὴν οἰκίαν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε΄, 8, Ἀρτεμίδ. 2. 33. - Παθ., [[οἶκος]] σεσαρωμένος Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 44, κτλ. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], ἐπὶ σαρουμένου πράγματος, [[κῦμα]]… μεταξὺ χοιράδων σαρούμενον Λυκόφρ. 389. Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 83.
|lstext='''σᾰρόω''': [[σαίρω]] ΙΙ, σαρώνω, σκουπίζω, [[καθαρίζω]], τὴν οἰκίαν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε΄, 8, Ἀρτεμίδ. 2. 33. - Παθ., [[οἶκος]] σεσαρωμένος Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 44, κτλ. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], ἐπὶ σαρουμένου πράγματος, [[κῦμα]]… μεταξὺ χοιράδων σαρούμενον Λυκόφρ. 389. Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 83.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />balayer.<br />'''Étymologie:''' [[σάρος]].
}}
}}