3,277,048
edits
(6_16) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόπλεος''': -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, [[ἀρκούντως]] [[πλήρης]], [[μετὰ]] γεν., ἔτι... δείματός εἰμι ὑπ., ἔτι εἶμαι ὀλίγον πεφοβημένος, Ἡρόδ. 7. 47· δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπ. Λουκ. Ἐνύπν. 4. 2) κρυφίως πεπληρωμένος, ἀργυρίων Τιμοκρέων 1. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόπλεως· [[μεστός]], ἔμπλεως», πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ. | |lstext='''ὑπόπλεος''': -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, [[ἀρκούντως]] [[πλήρης]], [[μετὰ]] γεν., ἔτι... δείματός εἰμι ὑπ., ἔτι εἶμαι ὀλίγον πεφοβημένος, Ἡρόδ. 7. 47· δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπ. Λουκ. Ἐνύπν. 4. 2) κρυφίως πεπληρωμένος, ἀργυρίων Τιμοκρέων 1. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόπλεως· [[μεστός]], ἔμπλεως», πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />presque plein.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πλέος]]. | |||
}} | }} |