3,277,300
edits
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχῖνος''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «σκῖνος», μαστιχιά, μαστιχόδενδρον, Λατ. lentiscus, Ἱππ. 670, 5, Θεόκρ. 7. 133· ἐσθιόμενος ὑπὸ τῶν αἰγῶν, ὁ αὐτ. 5. 129, Βάβρ. 3. 4, πρβλ. [[λήδανον]]. 2) ὁ [[καρπὸς]] τῆς σχίνου, Ἡρόδ. 4. 177. ΙΙ. [[σκίλλα]], σκιλλοκρόμμυδον, λάμβανε χερσὶν σχῖνον μεγάλην Κρατῖνος ἐν «Χείρωσι» 7, Ἀριστοφ. Πλ. 720, Ἀποσπ. 251, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 68Β, 71Α· ἴδε Foës. Oec. n. Hipp. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 376-377. | |lstext='''σχῖνος''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «σκῖνος», μαστιχιά, μαστιχόδενδρον, Λατ. lentiscus, Ἱππ. 670, 5, Θεόκρ. 7. 133· ἐσθιόμενος ὑπὸ τῶν αἰγῶν, ὁ αὐτ. 5. 129, Βάβρ. 3. 4, πρβλ. [[λήδανον]]. 2) ὁ [[καρπὸς]] τῆς σχίνου, Ἡρόδ. 4. 177. ΙΙ. [[σκίλλα]], σκιλλοκρόμμυδον, λάμβανε χερσὶν σχῖνον μεγάλην Κρατῖνος ἐν «Χείρωσι» 7, Ἀριστοφ. Πλ. 720, Ἀποσπ. 251, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 68Β, 71Α· ἴδε Foës. Oec. n. Hipp. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 376-377. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> lentisque, <i>plante</i> ; fruit du lentisque;<br /><b>2</b> oignon marin (<i>d’ord.</i> [[σκίλλα]]).<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | |||
}} | }} |