3,276,932
edits
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκρᾱσίχολος''': ὁ, [[εἶδος]] μικροῦ ἰχθύος, συνώνυμ. τῷ ἐγγραυλὶς (ἢ ἔγγραυλις) κοινῶς χαψί, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 9, ἴδε Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 168. | |lstext='''ἐγκρᾱσίχολος''': ὁ, [[εἶδος]] μικροῦ ἰχθύος, συνώνυμ. τῷ ἐγγραυλὶς (ἢ ἔγγραυλις) κοινῶς χαψί, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 9, ἴδε Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 168. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />anchois, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκεράννυμι]], [[χολή]]. | |||
}} | }} |