Anonymous

ἐγκρασίχολος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκρᾱσίχολος''': ὁ, [[εἶδος]] μικροῦ ἰχθύος, συνώνυμ. τῷ ἐγγραυλὶς (ἢ ἔγγραυλις) κοινῶς χαψί, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 9, ἴδε Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 168.
|lstext='''ἐγκρᾱσίχολος''': ὁ, [[εἶδος]] μικροῦ ἰχθύος, συνώνυμ. τῷ ἐγγραυλὶς (ἢ ἔγγραυλις) κοινῶς χαψί, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 9, ἴδε Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 168.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />anchois, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκεράννυμι]], [[χολή]].
}}
}}