3,240,908
edits
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κισσύβιον''': ῠ, τό, ξύλινον ἀγροτικὸν [[ποτήριον]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Κύκλωψι, Ὀδ. Ι. 346· παρὰ τῷ Εὐμαίῳ, Ξ. 78, ΙΙ. 52· κατὰ τὸ πλεῖστον μίαν ἔχον λαβήν, Kiessling εἰς Θεόκρ. 1. 27. (Ἐκλήθη δὲ [[οὕτως]] ἢ ὡς κατεσκευασμένον [[κυρίως]] ἐκ ξύλου κισσοῦ, ἤ, [[ὅπερ]] καὶ λογικώτερον, ὡς φέρον ὁλόγυρα γεγλυμμένα φύλλα καὶ βλαστοὺς κισσοῦ, [[διότι]] ἐν Εὐρ. Κύκλ. 390 εὑρίσκομεν [[σκύφος]] κισσοῦ τριῶν πήχεων τὸ [[πλάτος]] καὶ τεσσάρων τὸ [[βάθος]], πρβλ. Ἀθήν. 476F, κἑξ., Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 97· οὕτω τὰ Λατινικὰ corymbatus, ederatus, pampirnatus κεῖνται ἐπὶ ποτηρίων). | |lstext='''κισσύβιον''': ῠ, τό, ξύλινον ἀγροτικὸν [[ποτήριον]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Κύκλωψι, Ὀδ. Ι. 346· παρὰ τῷ Εὐμαίῳ, Ξ. 78, ΙΙ. 52· κατὰ τὸ πλεῖστον μίαν ἔχον λαβήν, Kiessling εἰς Θεόκρ. 1. 27. (Ἐκλήθη δὲ [[οὕτως]] ἢ ὡς κατεσκευασμένον [[κυρίως]] ἐκ ξύλου κισσοῦ, ἤ, [[ὅπερ]] καὶ λογικώτερον, ὡς φέρον ὁλόγυρα γεγλυμμένα φύλλα καὶ βλαστοὺς κισσοῦ, [[διότι]] ἐν Εὐρ. Κύκλ. 390 εὑρίσκομεν [[σκύφος]] κισσοῦ τριῶν πήχεων τὸ [[πλάτος]] καὶ τεσσάρων τὸ [[βάθος]], πρβλ. Ἀθήν. 476F, κἑξ., Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 97· οὕτω τὰ Λατινικὰ corymbatus, ederatus, pampirnatus κεῖνται ἐπὶ ποτηρίων). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />sorte de vase à boire en bois de lierre.<br />'''Étymologie:''' [[κισσός]]. | |||
}} | }} |