3,277,050
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῡσός''': -ή, -όν, (ῥύω, [[ἐρύω]]) ἐρρυτιδωμένος, «ζαρωμένος», ῥυτιδωτός, Ἰλ. Ι. 503, Εὐρ. Ἠλ. 490, Ἀριστοφ. Πλ. 266, Πλάτ. Πολ. 452Β· ῥυσὰ πολιῶν σαρκῶν καταδρύμματα (πρβλ. [[ῥυτίς]]) Εὐρ. Ἱκέτ. 50· ῥ. βουλευτήρια, πιθ., = ῥυσοὶ βουλευταί, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 6· ῥυσότερον βαλλαντίου [[πρόσωπον]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 117· ῥ. [[ἐπισκύνιον]], ἐπὶ συνοφρυώσεως, Ἀνθ. Η. 6. 64· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ καρπῶν, κτλ., ἀκρόδυα ἰσχνὰ καὶ ῥ. Πλούτ. 2. 735D· ἐλαῖαι Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 56C· σῦκα Φιλόστρ. 869. - Οἱ τύποι ῥυσσός, [[ῥυσσαίνομαι]], κτλ., προῆλθον ἐξ. ἀγνοίας ὅτι τὸ υ ἦν φύσει [[μακρόν]], πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 60, Seidl. εἰς Εὐρ. Ἠλ. 485. | |lstext='''ῥῡσός''': -ή, -όν, (ῥύω, [[ἐρύω]]) ἐρρυτιδωμένος, «ζαρωμένος», ῥυτιδωτός, Ἰλ. Ι. 503, Εὐρ. Ἠλ. 490, Ἀριστοφ. Πλ. 266, Πλάτ. Πολ. 452Β· ῥυσὰ πολιῶν σαρκῶν καταδρύμματα (πρβλ. [[ῥυτίς]]) Εὐρ. Ἱκέτ. 50· ῥ. βουλευτήρια, πιθ., = ῥυσοὶ βουλευταί, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 6· ῥυσότερον βαλλαντίου [[πρόσωπον]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 117· ῥ. [[ἐπισκύνιον]], ἐπὶ συνοφρυώσεως, Ἀνθ. Η. 6. 64· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ καρπῶν, κτλ., ἀκρόδυα ἰσχνὰ καὶ ῥ. Πλούτ. 2. 735D· ἐλαῖαι Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 56C· σῦκα Φιλόστρ. 869. - Οἱ τύποι ῥυσσός, [[ῥυσσαίνομαι]], κτλ., προῆλθον ἐξ. ἀγνοίας ὅτι τὸ υ ἦν φύσει [[μακρόν]], πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 60, Seidl. εἰς Εὐρ. Ἠλ. 485. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />resserré, contracté, <i>d’où</i><br /><b>1</b> renfrogné;<br /><b>2</b> ridé.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ tirer, contracter ; cf. [[ἐρύω]]. | |||
}} | }} |