Anonymous

περιπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπετάννῡμι''': [[ὡσαύτως]], -ύω, Ξεν. Οἰκ. 19, 18· μέλλ. -πετάσω [ᾰ]· παθ. πρκμ. -πέπτᾰμαι. Ἐκτείνῳ ἢ ἁπλώνω [[περί]] τινα ἢ [[περί]] τι, χέρα τινὶ Εὐρ. Ἑλ. 628· τηνδὶ περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα κατάδεσμον ἥβης περιπέτασον Θεόπομ. Κωμ. ἐν «Παισὶ» 2· π. φοινικίδας Αἰσχίν. 64. 27· [[ἄμπελος]] π. τὰ [[οἴναρα]] Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., περιπεπετασμένος πορφύραν, κεκαλυμμένος διά..., Διόδ. 2. 644, 50· ἀμφὶ [[δέπας]] περιπέπταται ὑγρὸς [[ἄκανθος]], ἁπλοῦται ἐπ’ [[αὐτοῦ]] [[πανταχόθεν]], Θεόκρ. 1. 55, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1036.
|lstext='''περιπετάννῡμι''': [[ὡσαύτως]], -ύω, Ξεν. Οἰκ. 19, 18· μέλλ. -πετάσω [ᾰ]· παθ. πρκμ. -πέπτᾰμαι. Ἐκτείνῳ ἢ ἁπλώνω [[περί]] τινα ἢ [[περί]] τι, χέρα τινὶ Εὐρ. Ἑλ. 628· τηνδὶ περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα κατάδεσμον ἥβης περιπέτασον Θεόπομ. Κωμ. ἐν «Παισὶ» 2· π. φοινικίδας Αἰσχίν. 64. 27· [[ἄμπελος]] π. τὰ [[οἴναρα]] Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., περιπεπετασμένος πορφύραν, κεκαλυμμένος διά..., Διόδ. 2. 644, 50· ἀμφὶ [[δέπας]] περιπέπταται ὑγρὸς [[ἄκανθος]], ἁπλοῦται ἐπ’ [[αὐτοῦ]] [[πανταχόθεν]], Θεόκρ. 1. 55, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1036.
}}
{{bailly
|btext=déployer tout autour : οἴναρα XÉN déployer des pampres autour des ceps <i>en parl. de la vigne</i>.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πετάννυμι]].
}}
}}