3,274,216
edits
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπίτνω''': ποιητ. ἀντὶ [[συμπίπτω]] [[ὅταν]] ἡ λήγουσα πρέπῃ νὰ [[εἶναι]] βραχεῖα (ἴδε ἐν λ. [[πίτνω]]), ἐπὶ κυμάτων συμπιπτόντων κατ’ [[ἀλλήλων]], Αἰσχύλ. Πρ. 432. ΙΙ. βοηθῶ, συνεργῶ, [[συντρέχω]], πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι Αἰσχύλ. Χο. 299· δίκᾳ... οὐ ξ. κακὸν Εὐρ. Ἑκ. 1030· δεινόν γε, θνητοῖς ὡς ἅπαντα σ. [[αὐτόθι]] 846· ἐς ταυτὸν ἥδε συμπίτνει δμωὶς [[σέθεν]], μὲ συναντᾷ ἀκριβῶς ἐδῶ, [[αὐτόθι]] 966. | |lstext='''συμπίτνω''': ποιητ. ἀντὶ [[συμπίπτω]] [[ὅταν]] ἡ λήγουσα πρέπῃ νὰ [[εἶναι]] βραχεῖα (ἴδε ἐν λ. [[πίτνω]]), ἐπὶ κυμάτων συμπιπτόντων κατ’ [[ἀλλήλων]], Αἰσχύλ. Πρ. 432. ΙΙ. βοηθῶ, συνεργῶ, [[συντρέχω]], πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι Αἰσχύλ. Χο. 299· δίκᾳ... οὐ ξ. κακὸν Εὐρ. Ἑκ. 1030· δεινόν γε, θνητοῖς ὡς ἅπαντα σ. [[αὐτόθι]] 846· ἐς ταυτὸν ἥδε συμπίτνει δμωὶς [[σέθεν]], μὲ συναντᾷ ἀκριβῶς ἐδῶ, [[αὐτόθι]] 966. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[συμπίπτω]];<br /><b>1</b> tomber <i>ou</i> se heurter ensemble;<br /><b>2</b> tomber ensemble sur, rencontrer, τινι ; <i>abs.</i> se rencontrer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πίτνω]]. | |||
}} | }} |