Anonymous

πλάθανον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλάθᾰνον''': [ᾰ], τό, (πλατὺς) [[πλαστήριον]] ἐφ’ οὗ πλάσσουσιν ἄρτους, πλακοῦντας καὶ τὰ τοιαῦτα, Θεόκρ. 15. 115 (διάφ. γραφ. πλαθάνη), Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 369C (διάφ. γραφ. πλατάνοισι), [[Πολυδ]]. Ζ΄, 22, κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ἡ [[δούλη]] ἡ πλάσσουσα ἄρτους ἢ πλακούντια ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. λέγεται Πλαθάνη· ― [[ἄμυλος]] πλαθανίτας [ῑ], [[πλακούντιον]] ἐκ πλαστηρίου, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 643C, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Meineke.
|lstext='''πλάθᾰνον''': [ᾰ], τό, (πλατὺς) [[πλαστήριον]] ἐφ’ οὗ πλάσσουσιν ἄρτους, πλακοῦντας καὶ τὰ τοιαῦτα, Θεόκρ. 15. 115 (διάφ. γραφ. πλαθάνη), Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 369C (διάφ. γραφ. πλατάνοισι), [[Πολυδ]]. Ζ΄, 22, κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ἡ [[δούλη]] ἡ πλάσσουσα ἄρτους ἢ πλακούντια ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. λέγεται Πλαθάνη· ― [[ἄμυλος]] πλαθανίτας [ῑ], [[πλακούντιον]] ἐκ πλαστηρίου, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 643C, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Meineke.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />plateau rond pour faire le pain <i>ou</i> la pâtisserie, moule à gâteau, à pain.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]].
}}
}}