Anonymous

ἀποτυμπανίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτῠμπανίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ξυλοκοπῶ, «σκοτώνω ᾿ς τὸ [[ξύλον]]», «τουμπανίζω», πρβλ. τὸ Ρωμαϊκὸν fustuarium, Δημ. 104. 25., 126. 17: - Παθ., Λυσ. 135. 9, Δημ. 383. 16, Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 14: - Οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἰω. Χρυσ. [[ὅστις]] ἐρμηνεύει αὐτὸ [[ἐσφαλμένως]] ἀποκεφάλισις.
|lstext='''ἀποτῠμπανίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ξυλοκοπῶ, «σκοτώνω ᾿ς τὸ [[ξύλον]]», «τουμπανίζω», πρβλ. τὸ Ρωμαϊκὸν fustuarium, Δημ. 104. 25., 126. 17: - Παθ., Λυσ. 135. 9, Δημ. 383. 16, Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 14: - Οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἰω. Χρυσ. [[ὅστις]] ἐρμηνεύει αὐτὸ [[ἐσφαλμένως]] ἀποκεφάλισις.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποτυμπανίσω, <i>att.</i> ἀποτυμπανιῶ;<br />rouer de coups de bâton.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τυμπανίζω]].
}}
}}