Anonymous

ἑανός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑᾱνός''': -ή, -όν, παλαιὸν Ἐπικὸν ἐπίθ., [[οὐδαμοῦ]] έν τῇ Ὀδ.: - ἐν τῇ Ἰλ. ἀναφέρεται εἰς πᾶν [[πρᾶγμα]] κατάλληλον πρὸς ἔνδυσιν, ἑᾱνῷ [[λιτί]], λεπτῷ ὑφάσματι, Σ. 352, Ψ. 254· [[πέπλος]] ἑᾱνὸς Ε. 734, Θ. 385· ἑᾱνοῦ κασσιτέροιο, «εὐδιαχύτου» (Ἡσύχ.), Σ. 612· πρβλ. [[ἐανηφόρος]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἑᾰνός, ὁ, λεπτὸς [[πέπλος]] [[κατάλληλος]] [[ὅπως]] φορῶσιν αὐτὸν θεαὶ καὶ γυναῖκες εὐγενεῖς, ἀμφὶ δ’ ἄρ’ [[ἀμβρόσιος]] ἑᾰνὸς τρέμε Φ. 507 (τὸ μόνον [[χωρίον]] [[ἔνθα]] ἡ ὀνομαστ. ἀπαντᾷ)· νεκταρέου ἑᾰνοῦ Γ. 385· ἑᾰνῷ ἀργῆτι φαεινῷ [[αὐτόθι]] 419· ἀμβρόσιον ἑᾰνὸν (αἰτιατ.) Ξ. 178· ἑᾰνῶν πτύχας ἱμεροέντων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 176· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τῆς α΄ συλλαβῆς μακρᾶς (πρβλ. Ε ε, Ι), εἱᾰνοῦ ἁπτομένη Ἰλ. Π. 9· ὁ δὲ Ἡσύχιος μνημονεύει καὶ τύπον ἴανον· «[[ἱμάτιον]]», ὡς οὐδ. οὐσιαστ. καὶ παροξύτ. (Ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει [[πάντοτε]] ᾱ ἐν τῷ ἐπιθετ. καὶ ᾰ ἐν τῷ οὐσιαστ., ἀλλὰ μεταγεν. ποιηταὶ μεταχειρίζονται ᾱ ἢ ᾰ κατὰ τὴν χρείαν τοῦ μέτρου, ὡς ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 875, 1221). (Ἡ αὐτὴ διαφορὰ ποσότητος ἀπαντᾷ καὶ ἐν τῷ Σανσκρ. ἐπιθ. vasânas (φορούμενον) καὶ ἐν τῷ οὐσιαστ. vasănam ([[ἔνδυμα]]), [[ὥστε]] ὀλίγη [[ἀμφιβολία]] δύναται νὰ ὑπάρξῃ ὅτι ἀμφότερα παράγονται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς καὶ τὸ [[ἕννυμι]] (ὃ ἴδε), ἂν καὶ [[εἶναι]] ἄξιον παρατηρήσεως ὅτι τὸ οὐσιαστ. ἔχει τὸ [[δίγαμμα]], Ἰλ. Ξ. 178, Φ. 507· ἐνῷ τὸ ἐπίθ. δὲν τὸ ἔχει, ἴδε Ἰλ. Σ. 352, 612, Ψ. 254).
|lstext='''ἑᾱνός''': -ή, -όν, παλαιὸν Ἐπικὸν ἐπίθ., [[οὐδαμοῦ]] έν τῇ Ὀδ.: - ἐν τῇ Ἰλ. ἀναφέρεται εἰς πᾶν [[πρᾶγμα]] κατάλληλον πρὸς ἔνδυσιν, ἑᾱνῷ [[λιτί]], λεπτῷ ὑφάσματι, Σ. 352, Ψ. 254· [[πέπλος]] ἑᾱνὸς Ε. 734, Θ. 385· ἑᾱνοῦ κασσιτέροιο, «εὐδιαχύτου» (Ἡσύχ.), Σ. 612· πρβλ. [[ἐανηφόρος]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἑᾰνός, ὁ, λεπτὸς [[πέπλος]] [[κατάλληλος]] [[ὅπως]] φορῶσιν αὐτὸν θεαὶ καὶ γυναῖκες εὐγενεῖς, ἀμφὶ δ’ ἄρ’ [[ἀμβρόσιος]] ἑᾰνὸς τρέμε Φ. 507 (τὸ μόνον [[χωρίον]] [[ἔνθα]] ἡ ὀνομαστ. ἀπαντᾷ)· νεκταρέου ἑᾰνοῦ Γ. 385· ἑᾰνῷ ἀργῆτι φαεινῷ [[αὐτόθι]] 419· ἀμβρόσιον ἑᾰνὸν (αἰτιατ.) Ξ. 178· ἑᾰνῶν πτύχας ἱμεροέντων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 176· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τῆς α΄ συλλαβῆς μακρᾶς (πρβλ. Ε ε, Ι), εἱᾰνοῦ ἁπτομένη Ἰλ. Π. 9· ὁ δὲ Ἡσύχιος μνημονεύει καὶ τύπον ἴανον· «[[ἱμάτιον]]», ὡς οὐδ. οὐσιαστ. καὶ παροξύτ. (Ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει [[πάντοτε]] ᾱ ἐν τῷ ἐπιθετ. καὶ ᾰ ἐν τῷ οὐσιαστ., ἀλλὰ μεταγεν. ποιηταὶ μεταχειρίζονται ᾱ ἢ ᾰ κατὰ τὴν χρείαν τοῦ μέτρου, ὡς ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 875, 1221). (Ἡ αὐτὴ διαφορὰ ποσότητος ἀπαντᾷ καὶ ἐν τῷ Σανσκρ. ἐπιθ. vasânas (φορούμενον) καὶ ἐν τῷ οὐσιαστ. vasănam ([[ἔνδυμα]]), [[ὥστε]] ὀλίγη [[ἀμφιβολία]] δύναται νὰ ὑπάρξῃ ὅτι ἀμφότερα παράγονται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς καὶ τὸ [[ἕννυμι]] (ὃ ἴδε), ἂν καὶ [[εἶναι]] ἄξιον παρατηρήσεως ὅτι τὸ οὐσιαστ. ἔχει τὸ [[δίγαμμα]], Ἰλ. Ξ. 178, Φ. 507· ἐνῷ τὸ ἐπίθ. δὲν τὸ ἔχει, ἴδε Ἰλ. Σ. 352, 612, Ψ. 254).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />qui habille bien ; beau, brillant.<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝεσανός, de la R. Ϝες, vêtir ; cf. [[ἕννυμι]].<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br />robe riche de femme.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἑανός]]¹.
}}
}}