Anonymous

κυψελίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυψελίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[κυψέλη]], ἴδε ἐν λέξ. [[κύψελος]]. ΙΙ. ἡ ἐντὸς τῶν ὤτων κιτρίνη ὕλη, Λουκ. Λεξιφ. 1, Λιβάν. 4. 144· ― οὕτω κυψελίτης, [[ῥύπος]], ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ.· ― κυψελόβυστος, ον, (κύω) πεφραγμένος διὰ κυψέλης, ὦτα Λουκ. Λεξιφ. 1.
|lstext='''κυψελίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[κυψέλη]], ἴδε ἐν λέξ. [[κύψελος]]. ΙΙ. ἡ ἐντὸς τῶν ὤτων κιτρίνη ὕλη, Λουκ. Λεξιφ. 1, Λιβάν. 4. 144· ― οὕτω κυψελίτης, [[ῥύπος]], ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ.· ― κυψελόβυστος, ον, (κύω) πεφραγμένος διὰ κυψέλης, ὦτα Λουκ. Λεξιφ. 1.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />ordure dans les oreilles.<br />'''Étymologie:''' [[κυψέλη]].
}}
}}