Anonymous

παυσίπονος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παυσίπονος''': -ον, ὁ καταπαύων τοὺς πόνους, [[μετὰ]] γεν., Εὐρ. Ι. Τ. 451, Ἀριστοφ. Βατρ. 1321· λάθας παυσιπόνῳ πόματι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 244. 10.
|lstext='''παυσίπονος''': -ον, ὁ καταπαύων τοὺς πόνους, [[μετὰ]] γεν., Εὐρ. Ι. Τ. 451, Ἀριστοφ. Βατρ. 1321· λάθας παυσιπόνῳ πόματι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 244. 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui met fin aux peines, aux douleurs.<br />'''Étymologie:''' [[παύω]], [[πόνος]].
}}
}}