3,277,700
edits
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄντρον''': τό, Λατ. antrum, ποιητ. [[λέξις]], [[σπήλαιον]], κοιν. «σπηλῃὰ» Ὀδ. (οὐχὶ ἐν Ἰλ.) πρὸ πάντων ὡς [[οἰκητήριον]] τῶν νυμφῶν καὶ τῶν ὀρείων θεῶν, ὡς τὸ [[σπέος]] Ι. 216, 218, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἡσ. Θ. 483, Πινδ., Τραγ., κλ.· ἐπὶ λέοντος, λέοντος [[ἄντρον]] αἱματορρόφου Αἰσχύλ. Εὐμ. 193· ἐπὶ δράκοντος, ζάθεά τ’ ἄντρα δράκοντος Εὐρ. Φοίν. 232. | |lstext='''ἄντρον''': τό, Λατ. antrum, ποιητ. [[λέξις]], [[σπήλαιον]], κοιν. «σπηλῃὰ» Ὀδ. (οὐχὶ ἐν Ἰλ.) πρὸ πάντων ὡς [[οἰκητήριον]] τῶν νυμφῶν καὶ τῶν ὀρείων θεῶν, ὡς τὸ [[σπέος]] Ι. 216, 218, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἡσ. Θ. 483, Πινδ., Τραγ., κλ.· ἐπὶ λέοντος, λέοντος [[ἄντρον]] αἱματορρόφου Αἰσχύλ. Εὐμ. 193· ἐπὶ δράκοντος, ζάθεά τ’ ἄντρα δράκοντος Εὐρ. Φοίν. 232. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />grotte, antre, caverne.<br />'''Étymologie:''' DELG orig. peu claire. | |||
}} | }} |