Anonymous

ἀνδρόσφιγξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρόσφιγξ''': -ιγγος, ὁ, ἡ ἄρρην σφίγξ, ἔχουσα δηλ. προτομὴν ἀνδρὸς καὶ οὐχὶ ὡς συνήθως γυναικός, Ἡρόδ. 2. 175.
|lstext='''ἀνδρόσφιγξ''': -ιγγος, ὁ, ἡ ἄρρην σφίγξ, ἔχουσα δηλ. προτομὴν ἀνδρὸς καὶ οὐχὶ ὡς συνήθως γυναικός, Ἡρόδ. 2. 175.
}}
{{bailly
|btext=ιγγος (ὁ) :<br />sphinx à tête d’homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[σφίγξ]].
}}
}}