3,277,121
edits
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδρόσφιγξ''': -ιγγος, ὁ, ἡ ἄρρην σφίγξ, ἔχουσα δηλ. προτομὴν ἀνδρὸς καὶ οὐχὶ ὡς συνήθως γυναικός, Ἡρόδ. 2. 175. | |lstext='''ἀνδρόσφιγξ''': -ιγγος, ὁ, ἡ ἄρρην σφίγξ, ἔχουσα δηλ. προτομὴν ἀνδρὸς καὶ οὐχὶ ὡς συνήθως γυναικός, Ἡρόδ. 2. 175. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιγγος (ὁ) :<br />sphinx à tête d’homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[σφίγξ]]. | |||
}} | }} |