Anonymous

πολυκτόνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυκτόνος''': -ον, ([[κτείνω]]) ὁ πολλοὺς φονεύων, [[φονικός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 461, 734· δι’ ἐμὲ τὰν πολυκτόνον Εὐρ. Ἑλ. 198. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351.
|lstext='''πολυκτόνος''': -ον, ([[κτείνω]]) ὁ πολλοὺς φονεύων, [[φονικός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 461, 734· δι’ ἐμὲ τὰν πολυκτόνον Εὐρ. Ἑλ. 198. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait périr beaucoup d’êtres (hommes, animaux).<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κτείνω]].
}}
}}