Anonymous

χορδή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χορδή''': ἡ, ἐν τῷ πληθ., = ἔντερα, Βάτρ. 221, χορδαῖς ὀπταῖς ἐριφείοις Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 1. 9, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 547, κλπ. ΙΙ. τὸ ἐκ τῶν ἐντέρων κατασκευαζόμενον: 1) [[χορδή]], «κόρδα» ἐξ ἐντέρων, χορδὴ λύρας ἢ κιθάρας, Λατ chorda, Ὀδ. Φ. 407, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 51 (πρβλ. [[μάγαδις]])· ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς Πινδ. Π. 2. 128, πρβλ. Εὐρ. Ἱππόλ. 1135 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρὰ τοῖς Τραγ.)· χορδὰς ἐπιτείνειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνιέναι, Πλάτ. Λῦσ. 209Β· ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 349Ε· χορδὴν κατατείνειν Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 5. 7, 18· ὀξυτάτην καὶ βαρυτάτην χορδὴν ποιεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 268D· τὰς χορδὰς ἀλλήλαις ξυνιστάναι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 412Α· - μεταφορ., κινοῦσα χορδὰς τὰς ἀκινήτους φρενῶν Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 43Ε· πρβλ. [[νεάτη]], [[μέση]], [[ὑπάτη]], [[ἑπτάχορδος]]. 2) [[ἀλλᾶς]], «λουκάνικον», ὡς τὸ [[χόρδευμα]]· ὡς λεπτὸς, ἦ δ’ ὅς, ἔσθ’ ὁ τῆς χορδῆς [[τόμος]] Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 15, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1119, Νεφ. 454· παροιμ.· ἐγεύσατο χορδῆς ὁ [[κύων]] (ἴδε [[χόριον]]), πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν Ἀποσπ. 75· - ὑπάρχει ἀστεία παιδιὰ ἐπὶ τῶν δύο τοῦτων σημασιῶν ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 339.
|lstext='''χορδή''': ἡ, ἐν τῷ πληθ., = ἔντερα, Βάτρ. 221, χορδαῖς ὀπταῖς ἐριφείοις Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 1. 9, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 547, κλπ. ΙΙ. τὸ ἐκ τῶν ἐντέρων κατασκευαζόμενον: 1) [[χορδή]], «κόρδα» ἐξ ἐντέρων, χορδὴ λύρας ἢ κιθάρας, Λατ chorda, Ὀδ. Φ. 407, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 51 (πρβλ. [[μάγαδις]])· ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς Πινδ. Π. 2. 128, πρβλ. Εὐρ. Ἱππόλ. 1135 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρὰ τοῖς Τραγ.)· χορδὰς ἐπιτείνειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνιέναι, Πλάτ. Λῦσ. 209Β· ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 349Ε· χορδὴν κατατείνειν Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 5. 7, 18· ὀξυτάτην καὶ βαρυτάτην χορδὴν ποιεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 268D· τὰς χορδὰς ἀλλήλαις ξυνιστάναι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 412Α· - μεταφορ., κινοῦσα χορδὰς τὰς ἀκινήτους φρενῶν Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 43Ε· πρβλ. [[νεάτη]], [[μέση]], [[ὑπάτη]], [[ἑπτάχορδος]]. 2) [[ἀλλᾶς]], «λουκάνικον», ὡς τὸ [[χόρδευμα]]· ὡς λεπτὸς, ἦ δ’ ὅς, ἔσθ’ ὁ τῆς χορδῆς [[τόμος]] Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 15, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1119, Νεφ. 454· παροιμ.· ἐγεύσατο χορδῆς ὁ [[κύων]] (ἴδε [[χόριον]]), πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν Ἀποσπ. 75· - ὑπάρχει ἀστεία παιδιὰ ἐπὶ τῶν δύο τοῦτων σημασιῶν ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 339.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> corde à boyau, corde d’un instrument de musique : χορδὰς κινεῖν PLUT toucher des cordes d’un instrument ; <i>◊ prov.</i> μηδὲν πρὸς τὴν χορδήν LUC nullement en mesure;<br /><b>2</b> andouille, boudin.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>hitt.</i> karad- « intestins ».
}}
}}